Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Η ελιά της Παναγίας στο Κόλντερε. (Αρχείο Δημήτρη Λιακάκου)


Εδώ, ο Faik Yildirim, πρώτος πρόεδρος του τότε Koldere- (1972) μας δείχνει την αυλή της εκκλησίας (της Παναγίας) του Κόλντερε με την ελιά που φυτεύτηκε εκεί τη χρονιά της κτίσης της. Ο Faik δεν ζει πια αλλά τότε μου υπέδειξε πολλά σημεία με αναφορές στη ζωή των εκεί Ελλήνων... Καταγόμενος από τη Θράκη, ως πρόσφυγας εκεί, καταλάβαινε και μιλούσε πολύ καλά τα Ελληνικά. Τον αναπολώ. Αυτή η ελιά, πρέπει να ζει ακόμη. Στη ρίζα και σκιά της, ο Πρόεδρος και ο παππάς της Κοινότητας, έκαναν τις πιο σημαντικές ανακοινώσεις της Κοινότητας στους Κολντεριώτες. Το 1972 που πήγα (από τότε και η φωτογραφία), οι Κολντεριώτες μου διηγήθηκαν ότι η εκκλησία χτίστηκε ως εξής : Λαξευτές πέτρας που προσέλαβε η Κοινότητα, ετοίμαζαν τις πέτρες πάνω από το ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, ανατολικά του χωριού. Μετά τη Θεία λειτουργία, οι συμμετέχοντες σε αυτή, πήγαιναν στο σημείο λάτευσης και λάξευσης, τοποθετούνταν σε απόσταση μισού μέτρου ο ένας από τον άλλο και οι λαξευμένες πέτρες, έφταναν, χέρι - χέρι, από το βουνό, στο σημείο ανέγερσης της εκκλησίας. Αυτά γύρω στο 1800. Το 1972 που πήγα στο Κόλντερε, βρήκα το χώρο της εκκλησίας, ένα οικόπεδο με ένα σωρό πετρών, εκείνων της εκκλησίας. Σε σχετική ερώτησή μου για τη σωρό των πετρών, ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου που το απέκτησε με λαχνό, μου είπε : "Μ' αυτές τις πέτρες θα προικίσω την πρώτη κόρη μου που θα παντρέψω !" Αλλά είχε κι ένα παράπονο - πικρία : "Ξέρετε, πήρα την Αγία Τράπεζα από την εκκλησία και την έκανα βάση για φούρνο. Ποτέ δεν έψησα σωστό ψωμί. Εκεί επενέβει ο συνοδός μου στο ταξίδι, Κυριάκος Δαδούλης, ομιλών την τουρκικήν, ο οποίος του είπε : "Λογικό, δε φταίει η Παναγία. Κεραμίδι ψήνει το ψωμί, όχι το μάρμαρο της Αγίας Τράπεζας...".

Η ανάρτηση αυτή προέρχεται από τη σελίδα του Δημ. Λιακάκου στο fb (dimitris liakakos)

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Αναμνήσεις (και πολύτιμες πληροφορίες) από το Κόλντερε του π. Ιωάννη Νοταρά

Πολύτιμες πληροφορίες για το Κόλντερε από το αρχείο του Δημήτρη Λιακάκου. Σ' αυτές τις δυο σελίδες διαβάζουμε, αν και με κάποια δυσκολία, τις αναμνήσεις από το Κόλντερε του π. Ιωάννη Νοταρά που υπηρέτησε στο Κόλντερε στα 1900. Το κείμενο, που ακολουθεί μετά το (δυσανάγνωστο) χειρόγραφο, είναι μια προσπάθεια μεταγραφής. 




          (Το κείμενο γράφτηκε το 1974. Μερικές λέξεις βρίσκονται μέσα σε αγκύλες επειδή ήταν ασαφείς ή δυσνόητες. Η ορθογραφία είναι του πρωτοτύπου)
Αναμνήσεις, από την κοινότητα Κόλντερε, του ιερέως Ιωάννου Νοταρά, καταγομένου εκ Καρπάθου & ηλικίας σήμερον 106 ετών. - Διετέλεσα παππάς στο Κόλντερε επί ένα χρόνο, το 1899-1900. Είχα συνάδελφο τον ιερέα παππά Μεθόδιο, που κατήγετο από την Κάλυμνο. Εκκλησιαστικώς το Κόλντερε υπήγετο στον Επίσκοπο Χειμώνιο, όστις ήτο τότε ο αντιπρόσωπος του Μητροπολίτου Εφέσου Ιωακείμ Ευθυβούλη στην περιφέρεια Μαγνησίας. - Στο Κόλντερε επηγαίναμε μέσω Μαγνησίας με καρότσες […………]. Η απόσταση ήτο περίπου δύο ώρες. Το χωριό ήτο σε ύψωμα. Από [….] στον κάμπο έρρεε ο ποταμός Έρμος [..] Γεντίζ [….] τον έλεγαν. Από την άλλη μεριά του ποταμού ήτο το χωριό Τσολού. Απέναντί μας δε εβλέπαμε την Τσομπανησιά. Άλλα χωριά στην περιφέρεια (προς βορράν) ήσαν το Παπαζλή και το Μεντεβελή. -Στο Κόλντερε υπήρχε τετρατάξιο δημοτικό σχολείο. Οι κάτοικοί του (γύρω στις 350 οικογένειες) μιλούσαν Ελληνικά και κατήγοντο, οι περισσότεροι, από τον Μωρηά. Ησχολούντο κυρίως με την καπνοκαλλιέργειαν. Πολλές φορές μας έδιναν δώρον, ή μας πλήρωναν για τους Αγιασμούς που κάναμε, με καπνό φρεσκοκομμένο. Στο Κόλντερε είχαμε νερό τρεχούμενο που ερχόταν από το βουνό. Ήταν και κάποιος Δημήτρης Τσούντζης, ο οποίος εφρόντιζε για την ύδρευση του χωριού. Αυτός ο Τσούντζης εγνώριζε καλά και τα θεραπευτικά βότανα του βουνού. Θυμάμαι πως κάποια μέρα ένας άλλος κάτοικος του χωριού, τον έλεγαν νομίζω Χατζησαράντη, υπέφερε πολύ από την χολή του ή από την κύστη του. Είχε πέτρες. Τότε ο Τσούντζης του λέγει: «δώσε μου τρία μετζήτια να σε κάνω καλά». Ο Χατζησαράντης δέχτηκε και ο Τσούντζης πήρε το άλογό του, ανέβηκε στο βουνό και του έφερε ένα χόρτο, για να το βράζει και να πίνει το ζουμί του. Και όντως ο Χατζησαράντης έγινε καλά. Γέμισε ένα κουτί με πέτρες που έβγαλε. -Επειδή το χωριό δεν ήταν σε θέσι να συντηρεί δύο παππάδες, εζήτησα, πάνω στο χρόνο, μετάθεσι από τον δεσπότη & με μετέθεσαν στο Σερέτκιοϊ, στον κάμπο της Μαινεμένης. Ο παππά Ιωάννης Νοταράς εχρημάτησε ιερεύς στο [Σερέτκιοϊ] (1900-1901), στο[………] (1902-1903), στη Μαινεμένη (1903-1904), στο Χορόσκιοϊ (1905-1906), στου Παπά-Σκάλα του Κορδελιού (1907), κατόπιν στην πόλι της Σμύρνης. Άγ. Ιωάννην Λυγαριάς (1907-1908), στην Παναγίτσα στο Σαλαχανέ (1908-11), στον Άγιο Γεώργιο (1911-17) και τέλος στην Αγία Αικατερίνη (1917-1922).- Μετά την καταστροφή [απεκατεστάθη] εις τον Άγ. Γεώργιο (Κυψέλης), όπου [υπηρέτησε] από το 1922-1958. Μετά [……………..] συνταξιούχος.

Ο Δημήτρης Λιακάκος έγραψε στη σχετική δημοσίευσή του στο facebook:
Τον (π.Ιωάννη Νοταρά) εντόπισα το 1974 στον Πειραιά, σε πολύ μεγάλη ηλικία . Ήταν τότε 106 ετών. Παρά την ηλικία του, η πνευματική του διαύγεια, ήταν εκπληκτική. Οι δυνάμεις του, λίγες. Έτσι, φρόντισε να μου γράψει ένα σημείωμα, όπως είχα ζητήσει, για τις αναμνήσεις του από το Κόλντερε...(Σημείωση : Με βάση την ημερομηνία της γραφής του σημειώματός του, συμπεραίνω ότι γεννήθηκε το 1868. Λίγες οι πληροφορίες του για το Κόλντερε αλλά πολύτιμες).

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Σμυρναίικοι λαϊκοί θρήνοι της Μεγάλης Εβδομάδας


Η κ. Γεωργία Καριακλή διέσωσε γραπτά έναν από τους λαϊκούς θρήνους της Μεγάλης Εβδομάδας. Τον έψαλλαν οι γυναίκες της Σμύρνης, όταν "ξενυχτούσαν" τον Χριστό και στόλιζαν τον Επιτάφιο, τη Μεγάλη Πέμπτη. Ο θρήνος αυτός έφτασε στην κ. Καριακλή, μέσω της μητέρας της, από την Μικρασιάτισσα προγιαγιά της.


Τώρα είναι Αγιά Σαρακοστή, τώρα αγιάζουν μέρες.
Που λειτουργούν οι Εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες.
Και λένε το «Άγιος ο Θεός και το Άγιο Κύριε Ελέησον».
Όποιος το λέει σώζεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει.
Κι όποιος το καλοαφουγκρασθεί Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λιβανιές και στου Χριστού την πόρτα,
καθότανε η Παναγιά μόνη και μοναχή της.
Την Προσευχή της έκανε για τον Μονογενή της.
      cd
Ακούει αστραπές ακούει βροντές και ταραχές μεγάλες.
Κάνει να βγει στην πόρτα της, βγαίνει στο παραθύρι.
Ο Άγιος Γιάννης έρχεται κλαμένος και δαρμένος.
«Τι έχεις Γιάννη μ' κι έρχεσαι κλαμένος και δαρμένος;»
«Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω.
Μήτε η καρδιά μου το κρατά να σου τ’ ομολογήσω.
Τον δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι».
        cd
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά πέφτει λιποθυμάει.
Σταμνιά νερό την περιχούν, τρία κανάτια μόσχο.
Τέσσερα τα ροδόσταμνα, ώσπου να συνεφέρει.
Όταν συνήλθε η Παναγιά τούτο τον λόγο λέει:
«Φωνάξτε την Μαρία, Μαριάμ και του Λαζάρου τη μάνα.
Και του Ιακώβου την αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα».
Παίρνουν την στράτα, το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τους έβγαλε στ’ ατσίγγανου την πόρτα.
        cd
Ώρα καλή ατσίγγανε, εσύ και τα παιδιά σου.
Εσύ και τα παιδάκια σου και όλη η φαμελιά σου».
«Και δεν μου λες ατσίγγανε και τι είναι αυτά που φτιάχνεις;»
«Καρφιά μου παραγγείλανε οι φίλοι μου, οι Εβραίοι.
Αυτοί μου τα ΄παν τέσσερα μα εγώ τα κάνω πέντε».
«Και δε μου λες ατσίγγανε και πού θα του τα βάλουν;»
«Τα δυο με δυο στα χέρια του, τα δυο με δυο στα πόδια.
Το πέμπτο το φαρμακερό μέσα στα φυλλοκάρδια.
Να τρέξει αίμα και νερό, να μαραθεί η καρδιά του».
        cd
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά πέφτει, λιποθυμάει.
Σταμνιά νερό την περιχούν, τρία κανάτια μόσχο.
Τέσσερα τα ροδόσταμνα, ώσπου να συνεφέρει.
Όταν συνήλθε η Παναγιά τούτο τον λόγο λέει:
«Το αίμα να'ναι Κοινωνιά και το νερό Αγιάσμα.
Άντε και συ ατσίγγανε ψωμί να μη χορτάσεις.
Και εις την πλάτη σου, πουκάμισο μη βάνεις».
«Άντε να πάμε να τον βρούμε, να μη μας τον σταυρώσουν.
Να μη του βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσουν».
        cd
Παίρνουν την στράτα, το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τους έβγαλε εις του ληστή την πόρτα.
Βλέπουν την πόρτα σφαλιστή, σφιχτά μανταλωμένη.
«Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου».
Κι η πόρτα από τον φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Θωρεί ζερβά, θωρεί δεξιά κανέναν δεν γνωρίζει.
Τον Άγιο Γιάννη γνώρισε, τον Βαφτιστή του γιού της.
«Άγιε μου Γιάννη, Πρόδρομε και Βαφτιστή του γιού μου.
Ποιος είναι εμέ ο γιόκας μου και εσέ ο δάσκαλός σου.»
«Βλέπεις εκείνον στο Σταυρό τον Παραπονεμένο;
Όπου φορεί στην κεφαλή τ’ αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου κι εμέ ο δάσκαλός μου».
        cd
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά πέφτει, λιποθυμάει.
Σταμνιά νερά την περιχούν, τρία κανάτια μόσχο.
Τέσσερα τα ροδόσταμνα, ώσπου να συνεφέρει.
Όταν συνήλθε η Παναγιά τούτο τον λόγο λέει:
«Φέρτε σκοινί να κρεμαστώ, ν’ αδικοθανατήσω.
Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ, ν’ αδικοθανατήσω.
Φέρτε μου αργυροψάλιδο να κόψω τα μαλλιά μου».
«Άντε μάνα στο σπίτι μας και διάφορο δεν έχεις.
Βάλε φακή στον τεντζερέ κι αφράτο παξιμάδι.
Φώναξε τις γειτόνισσες παρηγοριά να κάνεις.
Και το Μεγάλο Σάββατο χαρές μεγάλες θα'χεις».
        cd
Παίρνουν την στράτα, το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τους έβγαλε στο σπίτι, το δικό της.
Τότε περνά η Αγιά Καλιώ κάτω απ’ τα παραθύρια.
Κάθεται για ν’ αφουγκρασθεί και τούτο τον λόγο λέει:
«Ποιος είδε γιόκα στο Σταυρό και μάνα στο τραπέζι».
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά πέφτει, λιποθυμάει.
Σταμνιά νερό την περιχούν, τρία κανάτια μόσχο.
Τέσσερα τα ροδόσταμνα, ώσπου να συνεφέρει.
Όταν συνήλθε η Παναγιά τούτο τον λόγο λέει:
«Άντε κι εσύ μωρή Καλλιώ και διάφορο δεν έχεις.
Και στου Χριστού την Εκκλησιά πόδι να μη πατήσεις.
Και στην Αγία Τράπεζα να μη σε λειτουργήσουν».
Πηγή: