Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Πληροφορίες για το σχολείο του Κόλντερε από το 1875

Από ανάρτηση του Δημήτρη Λιακάκου στο facebook.
"Στην έρευνα που έκανε κάποιος Σύλλογος για τη στήριξη της ελληνικής παιδείας στη Μ. Ασία, ιδού τι αναφέρει ο υπογράφων Χ. Δασκαλάκης για το Κόλντερε. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ¨Ομηρος" (Τόμος Β. τεύχος Β. 1875).
 Ο χειρόγραφος χάρτης είναι του 1892 από Γερμανό αρχαιολόγο το όνομα του οποίου αναφέρεται δεξιά στο χάρτη, ο άλλος από το Google...(2008)".

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

Εννέα παραμύθια του χωριού Κόλντερε, του Ξενοφώντα Άκογλου

Από το αρχείο του Dimitris Liakakos αναδημοσιεύουμε το έργο του Ξενοφώντα Άκογλου:
Εννέα παραμύθια του χωριού Κόλντερε
(ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τόμος 7ος, 1957)
Ξενοφών Άκογλου




Για να διαβάσετε το κείμενο επιλέξτε τον σύνδεσμο:
Εννέα παραμύθια του χωριού Κόλντερε









ή διαβάστε το  εδώ

                           

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Κολντεριώτες στον πόλεμο του 1940. Κώστας, Χαράλαμπος και Γιώργος Γκαλάς.

Πολλοί Κολντεριώτες πολέμησαν Ιταλούς και Γερμανούς το 1940. Ανάμεσά τους όμως και τρεις δικοί μου άνθρωποι: ο πατέρας μου, Χαράλαμπος και τα αδέλφια του Γιώργος και Κώστας Γκαλάς. Τους θυμάμαι σήμερα και καμαρώνω γι' αυτούς!
Κώστας Γκαλάς

Χαράλαμπος Γκαλάς
Γιώργος Γκαλάς

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Μια απρόσμενη ανάρτηση. Το σπίτι του παππού στο Κόλντερε.


 Το αρχείο του Dimitris Liakakos μας επιφυλάσσει συνεχείς συγκινήσεις. Αυτή τη φορά, το σπίτι του παππού μου, Στέλιου Γκαλά, στο Κόλντερε, το 1972, όταν έστεκε ακόμη ορθό. Τον ευχαριστώ πολύ.

Κολντεριώτισσες στο Ανατολικό 1930-32 (Αρχείο Δημήτρη Λιακάκου)

Κολντεριώτισσες στο Ανατολικό (1930-32), με τις παραδοσιακές φορεσιές τους, με αφορμή κάποια γιορτή αλλά πιθανόν και Αποκριά. Από αριστερά : Ελένη Καπετούρη, Μηλιώ Κρητικού, Ασημίνα Χατζηγιαννάκκου (Σολωμίδου),Βασιλεία Τσαούση, Βασιλεία Τσαούση και Λεμονιά Παγκάκου.

Πηγή:https://www.facebook.com/photo.php?fbid=10207995153355679&set=a.1507159257954.56630.1803508180&type=3&theater

Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Στο Κόλντερε δεν μένουν πια Έλληνες. 95 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης

(Εκτεταμένα αποσπάσματα από δημοσίευση του Παναγιώτη Μωυσιάδη στην στήλη του Καφέ Ρωμανία, στο e-ptolemeos)
1999. Κολντεριώτες στο Ανατολικό Εορδαίας αφηγούνται

      Αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου, την τραγική είδηση της άτακτης οπισθοχώρησης του ελληνικού στρατού και την επέλαση των Τούρκων προς την Σμύρνη έφερε στο Κόλντερε ο  στρατιώτης Διονύσης …….., που  με  κίνδυνο της ζωής του  διένυσε με θάρρος  400 περίπου  χιλιόμετρα από την κόλαση του μετώπου στα υψώματα του Καλέ- Γκρότο,  προκειμένου να ειδοποιήσει τους συγχωριανούς του να φύγουν  γρήγορα  για να γλυτώσουν από βέβαιη σφαγή.
     Μόλις έφτασε στο χωριό, περιδιάβηκε έφιππος όλα τα σπίτια και φώναζε  με όλη τη δύναμη της ψυχής του : -φευγάτεεεε… φευγάτεεε…. Οι Τούρκοι σφάζουν κι έρχονται. Φευγάτε… Φευγάτε, σας λέω, φευγάτε να προλάβετε!! Οι Τούρκοι έγιναν άγρια θηρία, δεν αφήνουν ούτε μικρά παιδιά…!
Πολλοί δεν θέλησαν να τον πιστέψουν…
-Μα πώς είναι δυνατόν, Διονύση, να έπεσε το μέτωπο; Και  ο ελληνικός  στρατός  τι κάνει;   Δεν είναι δυνατόν να  μας αφήσει στα χέρια των Τούρκων!….
-Φύγετε, σας λέω, φύγετε. Ο στρατός διαλύθηκε, οι στρατιώτες πετάνε τα όπλα και όπου φύγει, φύγει.  Ο Θεός μάρτυράς μου, φύγετε να γλυτώσετε. Εγώ πώς ξέφυγα μόνο ο Θεός το ξεύρει.
-Μα, Διονύση, να πάρουμε μερικά πράγματα μαζί μας. Πώς θα ζήσουμε εκεί στη Σμύρνη χωρίς τίποτα, με άδεια τα χέρια;
     Κάποιοι τον πίστεψαν, έτρεξαν, πήραν στην πλάτη τους λίγο ψωμί, λίγο αλεύρι, και ξεχύθηκαν στον δρόμο για τη Σμύρνη. Κάποιοι άλλοι φόρτωσαν στα ζωντανά κουβέρτες, παπλώματα, ρούχα κι ό,τι άλλο πρόλαβαν να πάρουν, το μεγάλο βιός τους όμως, με τα σταφύλια απλωμένα στ’ αλώνια και τα γεννήματα γεμάτα στ’ αμπάρια, τ’ άφησαν πίσω.
     Γνώριζαν το μίσος της Τουρκιάς. Οι Τούρκοι ποτέ δεν έπαψαν να τους απειλούν, ακόμα και όταν ο ελληνικός στρατός βρίσκονταν έξω από το Κόλντερε. Ήρθε η στιγμή, που όλοι απεύχονταν και τρόμαζαν μόνο με τη σκέψη της. Ήρθε η στιγμή, που μπροστά στη  σωτηρία τους οι άνθρωποι και οι ψυχές απέκτησαν δύναμη και ενστικτωδώς σε λίγα μόνο λεπτά της ώρας χιλιάδες άνθρωποι άφησαν τις πόρτες των σπιτιών τους ανοιχτές και ξεχύθηκαν σαν ποτάμι στον δρόμο για τη Μαγνησία και από εκεί για τη Σμύρνη. Τις ώρες αυτές του σπαραγμού και του φόβου, όπου οι ειδήσεις και οι πληροφορίες μεταφέρονται διανθισμένες με εικόνες της κόλασης του Δάντη, δεν υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να αντισταθούν στο  αίσθημα του φόβου, που κόβει το αίμα και τη μιλιά.
     Χιλιάδες ανυποψίαστοι Ρωμιοί, μαζί με αυτούς και οι Κολντεριώτες,  πήραν το δρόμο  της φυγής και του γλυτωμού. Δεν σκέφτονταν τίποτα παρά μόνο τα λόγια  του Διονύση, που ηχούσαν στ’ αυτιά τους σαν σειρήνες πολέμου: -Φευγάτε... Φευγάτε... Δυστυχώς το ελληνικό κράτος  από το 1919, που άρχισε ο πόλεμος, μέχρι και τούτη τη στιγμή, δεν φρόντισε να οργανώσει κανένα σχέδιο προστασίας του πανάρχαιου ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Δεν είχε προνοήσει τρόπους έγκαιρης προειδοποίησης και διάσωσης για τα γυναικόπαιδα και τους γέρους. Το μόνο τους μέλημα ήταν η διάσωση των πολιτικών και των στρατιωτικών ιθυνόντων, που με συμμαχικά πλεούμενα φρόντισαν να τους απομακρύνουν έγκαιρα.
     Οι  Κολντεριώτες, ενθαρρυμένοι από τα λόγια του Πλαστήρα «Θα πιούμε καφέ στην κόκκινη μηλιά»,  που για τρεις μήνες τον φιλοξενούσαν στο χωριό τους,  δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν αυτήν τη μεγάλη καταστροφή.  Οι πιο πολλοί πίστευαν πως θα πάνε μέχρι τη Σμύρνη, θα καθίσουν για λίγο και θα επιστρέψουν και πάλι στα σπίτια τους.
     Τι τραγική ειρωνεία! Αυτός ο λαός της Ιωνίας έζησε πολέμους, αντιμετώπισε λογής-λογής  κατακτητές, μάτωσε, αλλά έζησε και παρέμεινε στον τόπο του. Πώς ήταν δυνατόν τώρα να πεταχτεί στη θάλασσα σαν άχρηστη πραμάτεια, που δεν τη θέλει κανείς; Και δεν τη σπλαχνίζεται ούτε κι αυτός ο Θεός…
     Οι πρώτοι Τούρκοι τσέτες άρχισαν ήδη να λεηλατούν, να βιάζουν γυναίκες και να σφάζουν. Τα γυναικόπαιδα, στριμωγμένα στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής προσεύχονταν για τη σωτηρία τους. Ο Έλληνας ύπατος αρμοστής της Σμύρνης, Αριστείδης Στεργιάδης, είχε φροντίσει να φύγει εγκαταλείποντας τον λαό του στα χέρια των Τούρκων.
     Ο ελληνικός στρατός διαλυμένος και εγκαταλειμμένος από την ηγεσία του, εγκαταλείπει τη Σμύρνη και δια μέσου της χερσονήσου του Τσεσμέ περνάει απέναντι, στη Χίο. Ο τουρκικός όχλος και ο στρατός που καταφθάνει επιδίδεται, για τρεις ημέρες και νύχτες, σε βαρβαρότητες και βανδαλισμούς, που θα αφήσουν αδιάφορους τους «συμμάχους» και φίλους μας Άγγλους, Γάλλους και Αμερικανούς…
     Τι να ‘γινε, άραγε, ο γέρο-Τσαούσης; Η κυρά μαμή; Ο γέρο-Θεοχαράκος; Θυμάμαι, όταν φεύγαμε, μας αγκάλιασε και μας φίλησε ούλους. Κατάλαβε, ότι όπου να ‘ναι θα έρθουν οι Τούρκοι και δεν θα συγχωρήσουν την παλικαριά του. Δεν θ’ ανεχθούν τον γέρο γκιαούρη που δεν το ‘βαλε στα πόδια  αλλά παρέμεινε στο αγαπημένο του χωριό,  εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε, εκεί που παντρεύτηκε κι έκανε  παιδιά και βιος. Χίλια στρέμματα, χίλια  γιδοπρόβατα. Τσαούσης στ’ όνομα και στην ψυχή ξεπροβόδισε τους χωριανούς και με ψυχή λιονταρίσια περίμενε το μαρτυρικό του τέλος. Την άλλη μέρα ληστότουρκοι τσέτες μπήκαν στο Κόλντερε. Το ήξεραν από παλιά, γιατί πολλές φορές επιχείρησαν να το ληστέψουν, μα οι Κολντεριώτες, παλιοί Μανιάτες, ήξεραν να πολεμούν και να αμύνονται. Οι Τούρκοι τσέτες, οι πιο πολλοί από τα γύρω χωριά, ήξεραν τους Τσαουσαίους. Τράβηξαν ευθεία προς το κονάκι τους, ένα διώροφο αρχοντικό, με τα κελάρια γεμάτα μπαξεβανικά, λουκάνικα και παστουρμάδες.
     Ένα αρνί τη βδομάδα έσφαζε ο Τσαούς –αφέντης για να φάνε οι Τούρκοι εργάτες, που είχε στη δούλεψή του. Άρχοντας με τ’ όνομα και τη χάρη. Οι Τούρκοι στην περιοχή όλοι τον σέβονταν και λογάριαζαν το χατίρι του. Δίκαιος και νουνεχής ο άρχοντας Τσαούσης  βόηθαγε με το έχει του Τούρκους και Ρωμιούς…
     Μα τώρα, στη δύσκολη αυτή ώρα δεν ακολούθησε τη μοίρα της ράτσας. Πήρε την απόφαση να μείνει φύλακας του χωριού, που τόσο αγάπησε. Το Κόλντερε γι’ αυτόν ήταν η ίδια του η ζωή. Κίνησε με θάρρος για το σπίτι του Τούρκου μπέη και  χτύπησε την πόρτα. Αφού τον χαιρέτησε με ευγένεια,  στάθηκε μπροστά του, τον κοίταξε στα μάτια αμίλητος περιμένοντας το καλωσόρισμα. Ο Μεμέτ –μπέης τον καλωσόρισε και του είπε: «Πες μου τι θέλεις  μπάρμπα-Γιώργο». « Φίλε Μεμέτ, είδες πώς τα έφερε ο Αλλάχ;  Τώρα η ζωή μου και η μοίρα της οικογένειάς μου βρίσκεται στα χέρια σου. Ξέρω ότι είσαι καλός άνθρωπος και ο Θεός θα στο ανταμείψει! Τόσα χρόνια σε προστάτεψα εσένα και τη φαμίλια σου. Ό,τι με ζήτησες στο πρόσφερα. Για μένα ήσουν αδελφός και φίλος… τώρα ήρθε η ώρα να κάνεις κι εσύ το καλό. Προστάτεψε την οικογένειά μου, να γλυτώσει απ’ αυτήν την μπόρα και όλο μου το βιος ας είναι δικό σου!  Τώρα η ζωή μας είναι στα χέρια σου, κάνε το καλό και ο Αλλάχ θα στο ανταποδώσει».
     Ο Μεμέτ-μπέης, ένας καλόκαρδος Τούρκος, χωρίς δεύτερη κουβέντα πλησίασε τον γέρο Τσαούση, τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και  υποσχέθηκε να τον βοηθήσει με κάθε τρόπο. Φώναξε αμέσως τα παιδιά του και αφού φόρτωσαν τα πράγματα στα κάρα, τον συνόδευσε  στη Σμύρνη μέχρι την επιβίβαση της οικογένειάς του στο καράβι. Εκεί στην προκυμαία  ο Μεμέτ-μπεης πλησίασε τον επικεφαλής της τουρκικής φρουράς και αφού του εξήγησε ότι η οικογένεια που συνοδεύει είναι φίλοι του και καλοί άνθρωποι, του έδωσε ένα μαντίλι  στο χέρι με 5 λίρες…!
     Έτσι πέρασε όλη η οικογένεια του μπάρμπα-Τσαούση στο παπόρι παίρνοντας μαζί της και μερικά πράγματα  που τους επέτρεψαν οι Τούρκοι, όπως  ποτήρια πορσελάνης, ασημικά σκεύη, μετάξινα τραπεζομάντιλα και στρωσίδια,  τραγικά απομεινάρια ενός πλούτου και ενός πολιτισμού, που οι Ρωμιοί της Σμύρνης και της Ιωνίας μπόρεσαν να δημιουργήσουν μέσα σε συνθήκες βίας και καταπίεσης. Αυτή τη μικρή πραμάτεια μπόρεσαν να διασώσουν οι φυγάδες του Κόλντερε. Όλοι οι άλλοι ήρθαν στην πατρίδα γυμνοί και ρακένδυτοι, με την ψυχή στο στόμα, θύματα μιας στρατιωτικής ήττας, ζυμωμένης με αίμα και πετρέλαιο στα αθηναϊκά σαλόνια της πολιτικής ανεπάρκειας.
     Ο μπάρμπα-Γιώργος  Τσαούσης όμως δεν ανεβαίνει στο καράβι. Δεν το σηκώνει η καρδιά του να αφήσει τον τόπο και την πατρίδα που γεννήθηκε και έζησε,  που έφτιαξε το βιος και το έχει του. Θέλει να ξαναγυρίσει στα ζωντανά που τον περιμένουν. Παρακάλεσε τον Μεμέτ να τον πάει πίσω  στο χωριό.  Ο Μεμέτ του λέει και τον ξαναλέει: «Γιαούρ –Γιώργο, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Φύγε μα τον Αλλάχ, ο Κεμάλ είναι πολύ εξαγριωμένος... φύγε, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται, μπορεί να σε σκοτώσουν… Ο μπάρμπα-Γιώργος γέλασε  προς στιγμή και αφού κοίταξε για τελευταία φορά τη γυναίκα και τα παιδιά του πάνω στο καράβι του γλυτωμού, του είπε: «Τώρα Μεμέτ-αφέντη, αν θέλει ο Θεός, ας πεθάνω. Το χρέος μου το έκανα. Τίποτα  άλλο δε θέλω από σένα. Σε ευχαριστώ! Ο Θεός να σου δώσει ό,τι θελήσεις… Αυτά είπε  και ανέβηκε στο κάρο για να επιστρέψει στον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε, ανδρώθηκε και πρόκοψε. Στο Κόλντερε της ψυχής και της ζωής.
     Εκεί αποφάσισε να αφήσει το πονεμένο του κορμί, για να ακούει το θρόισμα των πλατανόφυλλων και τη βοή από το κύλισμα των νερών του Κόλντερε. Πολλές φορές η ηρωική επιστροφή και ο θάνατος είναι καλύτερος από τη φυγή και το ξερίζωμα. Ποιος ξέρει την αλήθεια, ποιος μπορεί να διαβάσει τη γλώσσα της ψυχής, που αντιστέκεται σε κάθε  ανθρώπινη βαρβαρότητα. Ήρεμος και αμίλητος ο ήρωας του Κόλντερε επιστρέψει μόνος και ξένος στο σπιτικό του. Εκεί θα παραμείνει αμίλητος και πεινασμένος παρακολουθώντας σιωπηλά από το παράθυρο τους Τούρκους να λεηλατούν το βιος του…
     Κάποιο πρωινό εξαγριωμένοι Τούρκοι τσέτες μπαίνουν στο σπίτι του, τον πιάνουν και τον βασανίζουν ζητώντας τον κρυμμένες λίρες . Έτσι αιμόφυρτο τον σέρνουν μέχρι το γεροπλάτανο της πλατείας, μπροστά στο καφενείο του Αντωνάκου. Και  εκεί μπροστά στα μάτια των συγκεντρωμένων Τούρκων τον κρεμούν  βρίζοντάς  τον,  «Ποιος είσαι εσύ, γκιαούρη, που πρόσβαλες τον Κεμάλ και σήκωσες το ανάστημά σου  στη μεγάλη πατρίδα….»
Ο μπάρμπα-Γιώργος έμεινε στην πατρίδα… έτσι το θέλησε η ψυχή του. Ο Τούρκος Μεμέτ πήρε το σώμα του και το έθαψε στο ελληνικό νεκροταφείο. Ευτυχώς  που μέσα στη βία και στον εξανδραποδισμό του πολέμου πάντα υπάρχουν βιώματα που προσθέτουν ανάσες ζωής στον άνθρωπο, που πέρα από θρησκείες και πατρίδες μπορεί να περηφανεύεται, ότι είναι πρώτα άνθρωπος…!
     Η οικογένεια του Γιώργου Τσαούση εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό της Πτολεμαΐδας μαζί με τις περισσότερες οικογένειες από το Κόλντερε. Αλήθεια πόσες και πόσες αληθινές ιστορίες, γεμάτες  αγάπη και αισθήματα, εικόνες, δύναμη ψυχής χάθηκαν στον χρόνο και τη λήθη; Πόσα γεγονότα μνήμης και ζωής τα ξεθώριασε η νεοελληνική πολιτική της λήθης και της σιωπής;
( Από αφηγήσεις Κολντεριωτών το 1999 στο Ανατολικό Εορδαίας)

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

95 χρόνια από τον ξεριζωμό (αρχείο Δημ. Λιακάκου)

Ο Δημήτρης Λιακάκος στο facebook:
Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, μου έρχονται στο νου οι κουβέντες της γιαγιάς μου Μαργής, από το Κόλντερε, λίγο πριν πεθάνει, το 1961: "Ήτανε τα Νιάημερα της Παναγιάς (24 Αυγούστου 1922). Βαρήγανε οι καμπάνες απ΄το πρωί. Μαζωχτήκαμε στο συντριβάνι, στην πλατέα. - Να φύγουμε, γλήγορα, λέγανε οι δημογερονταίοι και κάποιοι με στρατιωτικά. Έρχονται οι Τσέτες. Φορτώσαμε, με την ψυχή στο στόμα, τα κάρα με μπόγους, μαξιλαροθήκες μ' αλεύρι και μπλουγούρι, ξερά σύκα, δυο-τρία σταμνιά νερό, ράψαμε τα χρυσαφικά στα ρούχα των παιδιώνε, ανάψαμε τα καντήλια, κλειδώσαμε τ' αμπάρια, αφήσαμε τα ντάμια ανοιχτά (-σταύλους) και τα ζά στα παχνιά τους με ταή, μη λάχει και ψοφήσουνε, κάναμε το σταυρό μας και πήραμε το δρόμο για τη Μανισά...Τα καπινά (καπνά) και τη σταφίδα, τ'αχαμε ακόμα στα σεργκια (=υπαίθρια ψάθινα στεγνωτήρια). Τ' αμπάρια μας τίγκα στα στάρια, τα καλαμπόκια, τα ρόβια...Μπαρέμ, νάναι για λίγο, λέγαμε...Εσύ το λες ; Δεν ξαναγυρίσαμε...Συνεχίσαμε για τη Σμύρνη...Κρυφτήκαμε στα μνήματα, μπήκαμε μέσα σε μεγάλους τάφους . Ντύσαμε κοριτσίστικα τ' αγόρια μας...Τους άντρους μας, μας τους επήραν με το που φτάσαμε...Δεν τους ξανάδαμε..."

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Κόλντερε, από το αρχείο του Δημήτρη Λιακάκου

Στην έρευνα που έκανε κάποιος Σύλλογος για τη στήριξη της ελληνικής παιδείας στη Μ. Ασία, ιδού τι αναφέρει ο υπογράφων Χ. Δασκαλάκης για το Κόλντερε. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ¨Ομηρος" (Τόμος Β. τεύχος Β. 1875)
.

Ο χειρόγραφος χάρτης είναι του 1892 από Γερμανό αρχαιολόγο το όνομα του οποίου αναφέρεται δεξιά στο χάρτη

Χάρτης του Κόλντερε από το 2008 

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Περιγραφή του Κόλντερε από τέσσερις πρόσφυγες στον Δημήτρη Λιακάκο (Ανατολικό, 4 Μαρτίου 1973)



Διηγούνται, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις του Δημήτρη Λιακάκου, οι :
Δημήτρης Χατζηγιαννάκος, Βασίλης Δεληδήμος, Βασίλης Τσακιράκος και Δημήτρης Μαυρουδής.
*
Δημήτρης Χατζηγιαννάκος: «Το Κόλντερε ανήκε στο βιλαέτι Σμύρνης και στο σαντζάκι Μαγνησίας. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Εφέσου. Βρισκόταν ανατολικά της Μαγνησίας σε απόσταση 18 περίπου χιλιομέτρων. Από τη Μαγνησία προς το Κόλντερε, υπήρχαν δύο δρόμοι. Ο πρώτος περνούσε από το Καραγασλί, ΒΑ της Μαγνησίας. Μετά από μία καμπή του δρόμου, περνούσαμε το ποτάμι Κουμ-τσά και ένα χιλιόμετρο μετά συναντούσαμε το Μετεβελί, Μετά από πέντε χιλιόμετρα περίπου, προς τα ΒΔ, φτάναμε στο Κόλντερε. Αυτός ήταν ο χειμωνιάτικος δρόμος.
Ο δεύτερος δρόμος ήταν συντομότερος, περίπου 15 χιλιόμετρα. Πηγαίναμε ανατολικά, περνούσαμε το Νυφ-τσάι, φτάναμε στο Γεντίζ-τσά και μετά στο χωριό Χαρμανταλί. Μετά το Χαρμανταλί στο χωριό Τσαούσογλου, στο Φίλιο και καταλήγαμε στο Κόλντερε. Στα έξι χιλιόμετρα ΒΑ, ήταν τα Καραγιατζίδικα και μετά το Παπασλί, χωριά όλα ελληνικά, εκτός από τα Καραγιατζίδικα που κατοικούνταν από Γιουρούκους (Τούρκους κτηνοτρόφους που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Βόρεια, στα πέντε χιλιόμετρα οι Κολντεριώτες είχαν μεγάλες εκτάσεις για καλλιέργειες. Αυτές συνόρευαν με τις εκτάσεις του μεγαλοτσιφλικά Χαλίτ-πασά και τις διέσχιζε το ποτάμι Γκιοκσέ που είχε συνεχή ροή. Σ’ αυτό υπήρχαν δύο νερόμυλοι, ο ένας ιδιοκτησίας του πασά και ο άλλος του Μετεβελιού που διέθεταν πέντε μυλόπετρες ο καθένας.
Στα ανατολικά του Κόλντερε, στο βουνό, υπήρχε το Ιλάν-τας (= «φιδόπετρα» με πολλές φιδοφωλιές και στους πρόποδες 60 σπίτια,  τα «Τσαπάρκα». Εκεί ήταν και η «Μεγάλη Βρύση», η «Τουρκομενιά», όπου πότιζαν τις καμήλες, τα άλογα και τα πρόβατα.»
                                     *
Βασίλης Δεληδήμος: «Στα 350-400 μ. υψόμετρο, στο Ιλάν-τας, υπήρχε ο ανεμόμυλος και κοντά (στα 100 μ.) η εκκλησία του Άη-Λια. Βγαίνοντας από το χωριό προς τα ανατολικά, στα 200 μ. υπήρχε η «Οξώβρυση», μέτρια σε μέγεθος και πολύ κρύο νερό και μετά ο πρώτος Ομπάς (μικροσυνοικισμοί καμηλιέρηδων και αγωγιατών). Από τη βρύση αυτή ξεκινούσαν δύο δρόμοι : Ο ένας προς τα Β. προς την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, στα 300 μ. μέσα από μια μικρή χαράδρα. Ο άλλος προς τα Ν. είχε κατεύθυνση προς τον Αη-Λιά. Μετά τον ανεμόμυλο, φτάναμε στο κοινόχρηστο λατομείο όπου με πρωτόγονα μέσα έβγαζαν τις πέτρες, ελεύθερα και για κάθε χρήση. Νότια του Κόλντερε, στα 3,5 χλμ, υπήρχαν τα τουρκικά χωριά Γιουρμουντζαλί (αρκετά μεγάλο), το Σινερλί, περνούσαμε το Γεντίζ-τσάι που το χειμώνα συχνά υπερχείλιζε σε σημείο να είναι απροσπέλαστο αλλά υπήρχε μία μεγάλη σχεδία που σήκωνε κάρα και μεγάλα ζώα και πηγαίναμε στον Κασαμπά, για την αγορά. Πριν τον Κασαμπά υπήρχαν κι άλλοι Ομπάδες.
Στα ΝΔ, στα τρία χλμ, υπήρχε το τουρκικό χωριό Ντερέκιοϊ (από τις αρχαίες κολώνες, («ντερέκια»), όπου υπήρχαν πολλά αρχαιολογικά ευρήματα από την εποχή του Δαρείου του Α (αγγεία, σκεύη, όπλα, αγαλματίδια, προτομές κλπ). Το μεγαλύτερο χωριό ήταν το Κόλντερε, μετά το πολύ πλούσιο και καταπράσινο Παπασλί, το Μετεβελί, το Γιουρμουντζαλί και το Ντερέκιοϊ».
                                      *
Βασίλης Τσακιράκος: «Να σας ειπώ για τις βρύσες που θυμάμαι. Μέσα στο χωριό, η μεγαλύτερη ήταν η «Χαβούζα» στην πλατεία, με 12 κάνουλες, κυκλική. Δίπλα ένας θεριακωμένος πλάτανος, το «Γκιαούρ-αγάτς» (=το δένδρο των απίστων, το έλεγαν οι Τούρκοι) ηλικίας όσης και του Κόλντερε,  τέσσεροι νοματαίοι μπορούσαν να το αγκαλιάσουν όπου οι Τούρκοι Τσέτες κρέμασαν τους 23 που έμειναν μετά το φευγιό μας στα νιάημερα της Παναγιάς (= 24 Αυγ. του 1922) και μετά τον έκοψαν και τον έκαψαν.. Η άλλη ήταν η «Βρυσούλα», στο «Σαζ-μαχαλά» (σαζ=καλάμι), η «Βρύση του Γκόγκου», η «Καινούργια», και της «Εκκλησάς» που είχε κι αυτή μικρό συντριβάνι. Στον κάμπο, υπήρχε η «Ξερόβρυση», με πολύ λίγο νερό, μαρμάρινο κάνταλο και πολλές βδέλλες, βόρεια, προς το Μετεβελί. Υπήρχαν και πολλά πηγάδια : Του Κολοβού (Κολοβάκου), του Μηνά (Μηνάκου), του Μοκά, του Τριαντάφυλλου, του Χατζηδήμου του Γκούμα, με μέσο βάθος τα τρία μέτρα.
Στον κάμπο, στα Δ. στην τοποθεσία «Γκερένια» υπήρχε το «Κεραμιδαριό» (κεραμοποιείο) του Στυλιάνη που δούλευε πάρα πολύ καλά, με πελατεία από όλα τα γύρω χωριά. Στα ΝΔ υπήρχε η «Κούλα», εξοχικός τόπος μέσα στους αμπελώνες κι εκεί πήγαιναν εκδρομές τα σχολεία. Δέσποζε το πολυτελές σπίτι του Τσακίρη (Τσακιράκου), που ήταν μέσα στο πράσινο και είχε κι ένα μαγκανοπήγαδο με άλογο. ΝΔ, στο 1,5 χλμ, σε μια έκταση 5-7 στρεμ., ήταν το «Τοκάκι» όπου στάβλιζαν τα γελάδια του χωριού. Μια άλλη κούλα ήταν του Χατζηαναστάση, κι αυτή μέσα στ’ αμπέλια, ίδια με του Τσακίρη.
                                       *
Δημήτρης Μαυρουδής: «Στα Β.Δ. του χωριού, στο 1,5 χλμ.  υπήρχε ο «Τεπές» (=Λόφος), τεχνητός που χρησίμευε στην αρχαιότητα για σηματοδότης (βλ. «φρυκτωρίες). Εκεί οι καλλιεργητές, κυρίως της οικογένειας των Δεληδημαίων που κατείχαν 16 στρεμ. γύρω από τον Τεπέ, εύρισκαν πιθάρια, σταμνάκια ζωγραφιστά, αγαλματίδια, δαχτυλίδια. Εκεί ο Απόστολος Δεληδήμος, (ο πατέρας του Κώστα και του Φώτη Δεληδήμου) οργώνοντας, βρήκε μια χρυσή σαύρα σε φυσικό μέγεθος που τη χρησιμοποίησε για βέρες και δαχτυλίδια όταν παντρεύτηκε ο γιος του Γιώργος. Αυτός (ο Γιώργος) βρήκε και ένα χρυσό αστέρι με χαραγμένα γράμματα επάνω και μία παράσταση. Άλλος, ίδιος τεπές, υπήρχε στο Μετεβελί, ο «Ομάλ Τεπές» και ΒΑ ο «Μπουρμά Τεπές». Στα Β υπήρχαν τα «Ντορτ Τεπεδια») (τέσσερις λόφοι).
Το Φίλιο και το Ντερέκιοϊ «υπάγονταν» στο Κόλντερε. Ο κάμπος των τριών χωριών είχε έκταση 120.000 τουρκικών στρεμ. δηλαδή 160.000 σημερινά στρέμματα. Οι περιοχές του κάμπου – τοπωνύμια -λέγονταν :
«Τας-κιοπρού», (= πέτρινο γεφύρι), «Του παλαβού τα ντάμια» (ντάμι= σταύλος), «Τσατάλι» (=σταυροδρόμι, διακλάδωση, προς το Παπαζλί), τα «Ντορτ-Τεπάδια», το «Ανάθεμα», Τα «Αραραίικα», «Του Καντάρα οι ελιές»,, η «Ξερόβρυση», τα «Μπαλκάμια», τα «Γκερένια», τα «Καραγάτσιλα» οι «Τσαϊές», τα «Γιαμάκια», τα «Παλιάγιλα», «Του Μηνά το Πηγάδι», οι «Αγκορτσιές», το «Πηγάδι του Μούτογλου», η «Αρκουδοράχη», «Του Μπράμ-αγα η βρύση» κι η «Πικροδάφνη» (ρέμα)…»


Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Οι ευθύνες για τον "συνωστισμό" στην προκυμαία της Σμύρνης δεν είναι μόνο τουρκικές!

Τέτοιες μέρες πριν από 95 χρόνια (18 Ιουλίου 1922), η Ελληνική κυβέρνηση, προβλέποντας την τελική ήττα και το κύμα προσφύγων, απαγόρευσε την είσοδο στην Ελλάδα των Ελλήνων προσφύγων, για την προσφυγοποίηση των οποίων η απόλυτη ευθύνη ήταν δική της. Έτσι παρέδωσε στο μαχαίρι του σφαγέα τις εκατοντάδες χιλιάδες των αθώων μικρασιατών. Για να απαλλαγούν από τις ενοχές οι απόγονοι των υπαιτίων ξαναγράφουν την ιστορία (πχ. Ρεπούση και σία)


Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Τα κολντεριώτικα μοιρολόγια στο Ανατολικό της Πτολεμαΐδας

Στη σελίδα του Δημήτρη Λιακάκου στο facebook (www.facebook.com/dimitris.liakakosβρήκαμε ανάρτηση με τα μοιρολόγια που έλεγαν οι μοιρολογίστρες του Ανατολικού της Πτολεμαΐδας,  Κολντεριώτισσες με απώτερη καταγωγή από τη Μάνη.


Οι "καλές μοιρολογίστρες" του Ανατολικού ήταν οι πρώτες Κολντεριώτισσες που ήρθαν στο χωριό, το 1923. Αυτές ήταν : Η Βενετία Σακκάκου, η Γεωργία Θεοχαράκου, η Σταμάτα, η Κατερίνα (Καρτέρω ) Τσαούση, και μετέπειτα η Λεμονιά Παγκάκου, κόρη της, η Αθηνά Καραμανλή. Κουβαλούσαν αυτή τη μνήμη της ελεγείας από τη Μάνη. Όλες χαροκαμένες. Τα έλεγαν καθισμένες οκλαδόν γύρω από το φέρετρο, με κατεβασμένα τα μαύρα τους τσεμπέρια και κινούμενες ρυθμικά, από δεξιά προς τα αριστερά και προς τη σορό. Στην περίπτωση που ο νεκρός/ή ήταν νέοι, οι μανάδες ξερίζωναν και τα μαλλιά τους . Τους στίχους έλεγε εκείνη που ξεκινούσε το μοιρολόι και τον επανελάμβαναν εν χορώ οι παριστάμενες. Άνδρες δεν παρίσταντο στο φέρετρο. Σπάνια μοιρολογούσαν έξω, στην αυλή, αυτοσχεδιάζοντας πάνω σε γνωστά μοτίβα...
                                                              Δείγματα μοιρολογιών :
Α." Σένα σου πρέπουν γιόκα μου, εννιά μοιρολογίστρες .

οι τρεις να κλαιν το μπόι σου, οι τρεις την εμορφιά σου
κι οι τρίτες οι μικρότερες, να κλαίν' τη λεβεντιά σου...
Σ' αφήνω γειά, μανούλα μου, δός μου την καληνύχτα
και πες και στ' αδερφάκια μου, δε θάρθω άλλη νύχτα..."

Β. "Φεύγεις φεγγαροπρόσωπε, μισεύεις σταυραητέ μου

και μένα την κακόμοιρη την τρισχαροκαμμένη.
μ' αφήνεις μες τον πόνο μου, στα μαύρα βουτηγμένη.
να δέρνουμαι στο μνήμα σου την πέτρα να χτυπάω..."

Γ. " Η μάνα που σε γένναε, χρυσή ' ταν η κοιλιά της,

μαλαματένι' οι πόνοι της κι αγγέλλοι τα παιδιά της.
Ζωγράφος εζωγράφισε τα καμαρόφρυδά σου
κι ο Χάρος την εζήλεψε την τόση εμορφιά σου..."

Δ. "Όξω σελώνουν τ' άλογο, όξω το καλλιγώνουν,

βάνουν ασήμια πέταλα, ζεγκιά μαλαματένια
και στα καλλιβοσκύρια του σπυριά μαργαριτάρια
για ν' ανεβεί ο νιος, που πάει στον Κάτω Κόσμο..."

Ε. " Γιόκα μ ' η μάνα σ' ήθελε να σε αρρεβωνιάσει

να πάρει νύφη από σειρά, από μεγάλο σόι
μα πήες και παντρεύτηκες μέσα στο μαύρον Άδη
πήρες την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα
και τα πρασινοχόρταρα, αδέρφια και ξαδέρφια..."

ΣΤ. " Να ειχ΄ο Χάρος δυο παιδιά να τού 'παιρνα το ένα

για να του κάψω την καρδιά, ως μού 'καψε κι εμένα.."

Ζ. " Τα μάτια σου τα έμορφα, τα καμαρόφρυδά σου.

σαράντα μέρες νηστικός έκανε ο ζωγράφος, 
στα μάτια και τα φρύδια σου για να μη κάνει λάθος
κι από την πένα έσταξε ελιά στο μάγουλό σου.
μαύρο σημάδι έβανε ο Χάρος στο λαιμό σου..."

Η. " Τι με τηράς μωρ' κόρη μου, σαν ξένη σα διαβάτα ;

Για βάνε μια ψιλή φωνή, ψιλή, φαρμακωμένη
για να σ' ακούσ' η γειτονιά, για να σ' ακούσ' η ρούγα'
νά 'ρθουν ματάκια κλάιμενα, να 'ρθούν καρδιές καμένες,
να κλάψουνε τον πόνο τους, να κλάψουνε κι εμένα..."

Θ. " Πως να στο πω Σταμάτα μου, το πικρομοιρολόι ;

Μηδ' από χήρα τ' άκουσα, μηδ' από παντρεμένη.
Του Χάρου η μάνα τό' λεε, το πικρομοιρολόι.
Χαρείτε νιες τους άντρους σας, μανάδες τα παιδιά σας
γιατ' έχω γιο γραμματικό, γαμπρό κι είναι κουρσάρος.
Δεν κουρσαρεύει μάλαμα, δεν κουρσαρεύ' ασήμι !
Παίρνει των μάνων τα παιδιά, των γυναικών τους άντρους,
παίρνει και τους νιόγαμπρους και τις καλές κυράδες
τους πάει στης άρνης τα βουνά, στης άρνης τα λαγγάδια..."

Ι. " Ο Χάρος θέλει σκότωμα με ασημένια μπάλα !

Χωρίζ' αδέρφια καρδιακά, παιδιά από τις μάνες...
Πες μου βρε Χάρε, να χαρείς το μαύρο σου σκοτάδι ;
Σαν αποθάνω, θα χαθεί ο πόνος μου στον Άδη;..."


* 'Άρνη" = Άρνηση, λησμονιά...

Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Σπύρος Σακάκος, γεννηθείς εις Κόλντερε


Ο Σπύρος Σακάκος γεννήθηκε στο Κόλντερε της Μαγνησίας στη Μικρά Ασία. Όταν το 1922 ήρθε στην Ελλάδα ως πρόσφυγας, εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό της Πτολεμαΐδας και παντρεύτηκε τη θεία μου Ελένη, θυγατέρα Στέλιου Γκαλά. Απόκτησε μια κόρη, τη Σοφία και ένα γιο που πέθανε μωρό. Αρρώστησε, όμως, από φυματίωση και ψάχνοντας μια πιο υγιεινή περιοχή μετακόμισε στην Κατερίνη. Η γιαγιά μου η Λαμπρινή, το γένος Κωστή Τασσόπουλου, μη θέλοντας να αφήσει την κόρη της να ταλαιπωρείται μόνη σε ξένο μέρος, αποφάσισε να μεταφέρει στην Κατερίνη ολόκληρη την οικογένειά της. Δυστυχώς ο Σπύρος χειροτέρευσε και νοσηλεύθηκε σε σανατόριο στην Πεντέλη όπου και πέθανε σε ηλικία 27 χρονών. Η κόρη του Σοφία, σε προχωρημένη ηλικία, ζει σήμερα στην Αθήνα.
Η Ελένη, γυναίκα του Σπύρου και η κόρη του, Σοφία στην Κατερίνη

παλιότερη φωτογραφία του Σπύρου

και μια φωτογραφία της Ελένης (αριστερά), την ίδια εποχή





Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Η συγκλονιστική μαρτυρία του κολντεριώτη Δημήτρη Μαυρουδή (Τζανινά) για τα γεγονότα του ξεριζωμού (από το αρχείο του Δημήτρη Λιακάκου)

(Μαρτυρία για τον ξεριζωμό του Δημήτρη Μαυρουδή ή Τζανινά, που μετά τα γεγονότα ζούσε στο Ανατολικό Εορδαίας, όπως την είχε διηγηθεί στον δάσκαλο του Ανατολικού Γεώργιο Κ. Πουμπουλίδη περί το 1972). Από ανάρτηση του Δημήτρη Λιακάκου στο Facebook.
       Ο Δημήτριος Μαυρουδής γεννήθηκε στο Κόλντερε το 1900 και μετά το Δημοτικό πήγε στη Μαγνησία όπου έμαθε λογιστικά και δούλεψε εκεί. Είχε καλή παιδεία, μιλούσε καθαρευουσιάνικα και ήταν καλλιγράφος. Διετέλεσε για πολλά χρόνια, εδώ, γραμματέας της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών. Αναφέρει λοιπόν στη μαρτυρία του για την περίοδο 1919-1922 από τη Μαγνησία στην οποία έμενε :
στρατηγός Αν. Παπούλας
       "Από τον Μάρτιον του 1922 τα πράγματα έδειχναν ότι δεν πήγαιναν καλά και διεδίδετο ότι θα δημιουργηθεί "Εθνική Άμυνα" με αρχηγόν τον Αναστάσιον Παπούλιαν, στρατηγόν και τον Σμύρνης Χρυσόστομον και ότι η Σμύρνη θα κηρυχθεί Αυτόνομος με τοπικήν Βουλήν. Όλοι ήμασταν αισιόδοξοι και ενθουσιασμένοι εκ της διαδόσεως αυτής διότι τον Παπούλιαν τον είχαμε για πραγματικόν φίλον και προστάτη μας. 
       Όταν όμως παρητήθη και ανέλαβεν ο Στρατηγός Χατζηανέστης, επήλθεν απογοήτευσις. Ούτος, αργότερον κατεδικάσθη υπό Εκτάκτου Στρατοδικείου εις θάνατον και εξετελέσθη ως υπεύθυνος της Μικρασιατικής Καταστροφής τον Σεπτέμβριον του 1922. Ο νεοδιορισθείς Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης Στεργιάδης, έτρεφε φιλοτουρκικά αισθήματα και δεν εδέχετο τους Έλληνας εις ακρόασιν προκειμένου να του εκθέσουν την εκ μέρους των Τούρκων κακομεταχείρισίν των. Αποτέλεσμα τούτου υπήρξεν να ενθαρρυνθούν ακόμη περισσότερον οι Τούρκοι και να προβαίνουν εις βιαιοπραγίας τόσον κατά των γύρω χωρίων όσον και των απομεμακρυσμένων αστυνομικών σταθμών. Δια τούτο αυτός θα φέρει αιωνίως την κατάραν του ΜΙκρασιατικού Ελληνισμού, δια τα δεινοπαθήματα του οποίου την μεγαλυτέραν ευθύνην φέρει ούτος.
Ο Ύπατος Αρμοστής Αριστ. Στεργιάδης

       Την 21-08-1922 εντελώς απρόοπτα, ήρχισεν ο ξεσηκωμός, ο ξεριζωμός μας. Εγώ ηργαζόμην εις εμπορικόν κατάστημα εις Μαγνησίαν. Διεδόθη ότι η γραμμή του Ελληνικού Στρατού έσπασε και ότι ο Ελληνικός Στρατός οπισθοχωρεί. Ο καταστηματάρχης, πληροφορούμενος ότι η Μαγνησία αναφλέγεται, αφού αφαίρεσε από το κατάστημα ό,τι ηδύνατο να μεταφέρει, περιχύνει το κατάστημα με δοχεία πετρελαίου και το δίδει φωτιά δια να μη πέσει στα χέρια των Τούρκων.
       Από την Μαγνησίαν περνούσε η γραμμή των τραίνων που ερχόταν από το Πάνορμον και την Φιλαδέλφειαν και κατευθυνόταν προς την Σμύρνην. Τα τραίνα όμως τώρα είναι γεμάτα από στρατιώτες και πολίτες τόσους πολλούς που οι περισσότεροι, απεγνωσμένα, εκκρέμοντο από τις πόρτες και τα παράθυρα του τραίνου, άλλοι δε, είχαν ανεβεί εις το επάνω μέρος των βαγονίων. Και εμείς, προ του απογοητευτικού τούτου θεάματος, διότι βλέπαμε με τα μάτια μας την οπισθοχώρησιν του Ελληνικού Στρατού, πήραμε την απόφασιν να εγκαταλείψωμεν την Μαγνησίαν. Φορτώσαμε εις πέντε κάρα του αφεντικού μου όσα πράγματα μπορούσε να μεταφέρει και κατευθυνθήκαμε προς την παραλίαν της Σμύρνης. 
        Η Σμύρνη είχεν συγκεντρώσει σχεδόν όλον τον Ελληνισμόν της Μ. Ασίας. Τα πάντα, σπίτια και ξενοδοχεία, είχαν γεμίσει και οι περισσότεροι περιεφέροντο εις την παραλίαν μη γνωρίζοντας τι να πράξουν. Εγώ, με το αφεντικό, καταλύσαμε στο ξενοδοχείον "Μ. Ασία". Πολλοί κατευθύνθηκαν προς το ακρωτήριον Τσεσμέ. Πολλοί μπήκανε στα καράβια, όπου έμεναν πληρώνοντας. Το αφεντικό μου πλήρωσε καράβι και με τρεις άλλας οικογενείας κατευθύνθηκε προς την Ελλάδα. Εγώ παρέμεινα με την οικογένεια του θείου μου.. Εν τω μεταξύ, η μανία των Τούρκων ήδη είχε στραφεί κατά των Ελλήνων Μικρασιατών διότι εγνώριζαν ότι και αυτοί πήραν τα όπλα και πολεμούν με το μέρος του Ελληνικού Στρατού για την εκδίωξη του τουρκικού.
       Την 28ην Αυγούστου, από Μπασμαχανέ, μπήκε η φωτιά στη Σμύρνη από αγνώστους και οι Τούρκοι, επί τη ευκαιρία αυτή, άρχισαν να καίουν την πόλιν. Πολλοί Χριστιανοί που είχαν καταφύγει σε εκκλησιές, σε μοναστήρια, οι Τούρκοι, μη λογαριάζοντες ούτε ιερά ούτε όσια, τους συνελάμβανον και τους εφόνευαν. Όταν γενικεύτηκε η φωτιά, ξεχυθήκαμε πλέον εις την παραλίαν. Την ώρα που ανοίξαμε την πόρτα για να βγούμε, μίαν γυναίκα 50 ετών, εις Τούρκος πολίτης της λέγει : «Παρά τσικάρ», βγάλε χρήματα. «Γιοκ» του λέει η γυναίκα και εκείνος την σχίζει με τη λόγχη του και εν συνεχεία την πυροβολεί με το όπλο του.
Η φωτιά όμως έφτασε και εις την παραλίαν με αποτέλεσμα να καίεται από την Πούντα (βόρεια άκρα) ως Παραντάζ (νότια). Μία διεθνής περίπολος, περιφερομένη, έλεγε στους Έλληνας να αποτραβηχτούν για να μη καούν. Πολλοί πέσανε μέσα στη θάλασσα. Τα ξένα πλοία που ήταν αραγμένα δεν μας εδέχοντο. Πάρα πολλοί, επάνω εις την προσπάθειά των να σκαρφαλώσουν επάνω στα πλοία για να μη καούν, έπεσαν στη θάλασσα και επνίγησαν. Τόσον πολλά ήταν τα θύματα που κυριολεκτικά η παραλία γέμισεν από πτώματα. 
        Αφού λοιπόν δεν μπορέσαμε να φύγωμε, μας συγκέντρωσαν οι Τούρκοι και εσχημάτισαν τις λεγόμενες «Αποστολές» με τους έχοντας ηλικίαν 18-50 ετών Έλληνας. Οι πρώτες αποστολές οι οποίες απεστάλησαν προς το εσωτερικόν, εξηφανίσθησαν. Εγώ, με 80.000 – 100.000 πληθυσμού, πήγα εις Μπαλτσόβα, όπου τα έμπεδα του Ελληνικού Στρατού. Επί 4-5 βράδια διαλέγανε τα κορίτσια, τα παίρνανε, τα εκακομεταχειρίζοντο και κατόπιν τα έστελναν πίσω. Κατόπιν, εχώρισαν και εμάς, τους άνδρας τους έχοντας ηλικίαν 18-50 ετών, 6.000 περίπου και μας πήγαν πάλι εις την Σμύρνην. Είδαμε μίαν Σμύρνην ερειπωμένην. Κατά την διαδρομήν, μας είχαν αφήσει μόνον με τα εσώρουχα. Στη Σμύρνην είχαν συγκεντρωθεί οι Τούρκοι και οι Εβραίοι της περιοχής. Οι Εβραίοι μάλιστα, για να δείξουν φιλοτουρκισμό, μέσα από τα πανέρια που είχαν βάλει σπασμένα γυαλιά, τα έριχναν στον δρόμο που περνούσαμε ξυπόλυτοι. Ο δρόμος είχε βαφεί κόκκινος από το αίμα μας. Στον δρόμο μας, κατά διαστήματα, δένανε απρόοπτα σχοινιά και καθώς προχωρούσαμε ταλαιπωρημένοι, συσσωρευόμασταν σ’ εκείνα τα σημεία και πλέον, με γυαλιά και με μαχαίρια, μας έκοβαν τις σάρκες. Μεταξύ μας, είχαμε και τρεις γενειοφόρους, ασφαλώς ήσαν κληρικοί τους οποίους και έσφαξαν. Τον ένα μάλιστα, τον ξύρισαν με τενεκέ που σημαίνει γδάρσιμο. Ύστερα από τα τόσα, φτάσαμε εις Μπουρνάμπασι. Εκεί μας βάλανε εις ένα συρματοπλεγμένο χώρον. 
        Ήδη μείναμε περίπου 5.000 και βγήκαμε στον δρόμο από Σμύρνη προς Μαγνησίαν. Νέος καθώς ήμουν, επεδίωκα να είμαι από τους πρώτους της φάλαγγος. Για μια στιγμή όμως, μπροστά μου, αντίκρυσα έναν Έλληνα ξαπλωμένο με μία ρόδα επάνω στην κοιλιά του τα δε έντερά του βγαλμένα έξω.
Οι αδύνατοι που μένανε πίσω και δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν μαζί μας, μαθαίναμε ότι τους σκότωναν οι Τούρκοι στρατιώτες με την φράσιν « χασταχανές γιοτούρ», δηλαδή, «πηγαίνετέ τους στο νοσοκομείο» που σήμαινε να τους σκοτώσουν με την λόγχην. Κατά την διαδρομήν, δεν μας άφηναν να πιούμε νερό. Σε μια βρύση που φθάσαμε, πήραμε λάσπη, την βάλαμε στη φανέλα μας, τη στίψαμε και έτσι δροσίσαμε τα χείλη μας.
       Πλησιάζαμε στην Μαγνησίαν. Αν και προλαβαίναμε να μπούμε στην πόλιν δεν μπήκαμε για να ειδοποιήσουν τους Τούρκους της πόλεως να βγουν και να μας κακοποιήσουν. Το πρωί, αφού συγκεντρώθηκε ο τουρκικός λαός, μπαίναμε στην πόλιν από μια στενή οδό. Καθώς περπατούσαμε, οι Τούρκοι εσκότωναν, άλλοι με μαχαίρια και άλλοι με ξύλα, ή μας τραβούσαν από την φάλαγγα και μας εξαφάνιζαν. Ο δρόμος είχε γεμίσει από πτώματα. Μόνον περί τους 500 εγλυτώσαμε και φτάσαμε εις το προαύλιον του Δημαρχείου "Μπελεντιέ". Από εκεί, πήραν γύρω στους 100 άνδρες για να καθαρίσουν το δρόμο από τα πτώματα, χωρίς όμως να επιστρέψει κανείς από αυτούς, τους σκότωσαν. 
        Από εκεί, μας επήγαν εις ένα μέρος κλειστόν και αφού μας εγύμνωσαν τελείως, ερευνούσαν τα ρούχα μας για να βρουν χρήματα. Εν συνεχεία, μας πήγαν εις το "γεμίς χαν" όπου βρήκαμε και άλλους αιχμαλώτους. Είχε ένα συντριβάνι που το φύλαγαν τρεις στρατιώται και δεν άφηναν κανένα να πιεί νερό. Οι περισσότεροι είχαν πάθει αφυδάτωση και πέθαιναν από αυτήν. Το συντριβάνι γύρω-γύρω, είχε γεμίσει από πτώματα. Η αυλή ήταν περιτοιχισμένη από χοντρό τοίχο. Πολλοί αντελήφθησαν ότι εντός του τοίχου υπήρχαν σωληνώσεις νερού. Έτσι, κρυφά, άνοιξαν οπές και κατόρθωσαν να πιούν λίγο νερό και αρκετοί εσώθησαν. Ο θείος μου που είχε κατορθώσει να κρύψει 50 χάρτινες λίρες, τις έδωσε εις τον Τούρκον σκοπόν και του εκείνος του έδωσε ένα δοχείο νερού που το ήπιαμε τρία άτομα, Τόσο πολύ είχαμε διψάσει. Όσοι μείναμε μας πήγανε σε άλλον χώρον, Τεντιέ. Και ενώ υπήρχε χαμηλά μια βρύση, την ανέβασαν υψηλά. Καθώς δε έπεφτε το νερό από ψηλά σαν βροχή, προσπαθούσαμε να πιούμε όλοι πηδώντας ο ένας πάνω στον άλλο.
       Μετά από αυτά, οι της περιοχής της Μαγνησίας, μας πήραν και μας πήγαν έξω από την πόλιν, 2 χιλιόμετρα μακριά για να μας εκτελέσουν. Μας εγονάτισαν δίπλα στο ποτάμι και ενώ ήταν όλα έτοιμα, μας είχαν βάλει να γονατίσωμεν, φθάνει ένας Τούρκος αξιωματικός, παρουσιάζει ένα χαρτί και μας λέγουν να εγερθώμεν. Μάλλον μας είχε δοθεί χάρη.
       Από εκεί μας βγάζουν στο δρόμο που οδηγεί εις Αϊδίνιον. Καθ' οδόν, πλησιάζομε το χωριό Νυμφαίον. Στην άκρη του χωριού είδαμε δύο σωρούς μεγάλους από καμμένα ανθρώπινα πτώματα. Οι Τούρκοι, δείχνοντάς μας τους σωρούς, μας λένε : "Και σας το ίδιο θα κάνουμε". Όταν μπήκαμε στο χωριό, μας πήγαν στην εκκλησία του χωριού που μόνον οι τοίχοι της μείναν. Δίπλα μου είδα τον Τούρκο να βγάζει με την ξιφολόγχη του το χρυσό δόντι του πατριώτου μου.
       Περνώντας από το αμέσως επόμενο χωριό, οι Τούρκοι βγήκανε, ορμούσαν και σκότωναν όσους μπορούσε ο καθένας. Οι αιχμάλωτοι, δια να σωθούν, διελύθησαν. Ο Τούρκος λοχίας τότε, αναγκάστηκε να πυροβολεί τους κατοίκους στα πόδια για να σταματήσουν. Πολλοί από μας, φύγαν. Πριν φτάσουμε στα Θήρα, ο αξιωματικός έδωσε εντολή τα πάντα εντός της πόλεως να είναι κλειστά, ώστε να μην ορμήσουν οι Τούρκοι και διαλύσουν τους αιχμαλώτους. Αυτό και έγινε. Πλην όμως, οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού διεμαρτυρήθησαν στον ανώτερό τους. Γι αυτό τους επέτρεψαν την επομένην που θα βγαίναμε να μας κακοποιήσουν. Καθώς βγαίναμε μας κυνηγούσαν οι Τούρκοι. Καθώς δε ήταν ανήφορος, πολλοί πέσανε και οι Τούρκοι τους σκότωσαν. Εμένα με χτύπησαν με ένα σίδερο στο χέρι που με πονούσε επί 2-4 μήνες.
Την άλλη μέρα, φτάσαμε στο Αϊδίνιον. Αξιωματικός μας έβαλε να τραγουδάμε το τραγούδι του Κεμάλ για να μη μας πειράξουν οι Τούρκοι. Και, πραγματικά, δεν μας πείραξαν. Μας έκλεισαν σε μια αποθήκη και εκεί προσπαθούσαμε να χορτάσομε με τους ολίγους σπόρους που βρίσκαμε..."






Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Κωστής Τασσόπουλος (1926-1948), γιος του κολντεριώτη γιατρού Παν. Τασσόπουλου

[Οι εμφυλιοπολεμικές αναφορές του κειμένου δεν αποσκοπούν στην αναμόχλευση παλιών παθών, είναι όμως συστατικά της βιογραφίας του παρουσιαζόμενου προσώπου, όπως ακριβώς ανευρέθηκαν στο διαδίκτυο.
Ο Κωστής ήταν εγγονός του έμπορου Κωστή Τασσόπουλου που έζησε και πέθανε στο Κόλντερε
Από τις αρχές Ιουνίου του 1948 μεγάλη δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), περιορίζεται στο όρος Γράμμο στα σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία, όπου καταφεύγουν τα λείψανα των ανταρτών από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού (ΕΣ) στη Ρούμελη και τη Θεσσαλία. Η αντίσταση του ΔΣΕ είναι αποφασιστική και πεισματωμένη. Ο ΕΣ κάνει δύσκολο αγώνα για να καταλάβει υψώματα από χαμηλότερες βάσεις εξόρμησης. Οι νάρκες που έχουν τοποθετηθεί από τους αντάρτες, στέλνουν πολλούς φαντάρους και αξιωματικούς ακρωτηριασμένους στα νοσοκομεία.
Στις επιχειρήσεις κατά των υψωμάτων και ιδιαίτερα του οχυρού Κλέφτης, όλοι οι αεροπόροι υπερβάλουν τους εαυτούς τους, αψηφώντας τον κίνδυνο από τα δραστικά αντιαεροπορικά πυρά. Ύστερα όμως από μεγάλη συγκέντρωση πυρών των όπλων και το αδιάκοπο σφυροκόπημα από τον αέρα το οχυρό Κλέφτης πέφτει στα χέρια του ΕΣ.
Ο νεαρός πιλότος, Ανθ/γός Κ. Τασσόπουλος, μόλις είχε αποφοιτήσει από τη Σχολή Ικάρων και ευνοήθηκε απ' την κλήρωση μεταξύ συμμαθητών του, που θα πήγαιναν πρώτοι στις Πολεμικές Μοίρες, για να πάρουν μέρος στις επιχειρήσεις κατά του ΔΣΕ.
Χωρίς να χάσει χρόνο, άρχισε τις αποστολές, ακολουθώντας σαν «Νούμερο 2» κάποιον έμπειρο συνάδελφο του σε πτήσεις γνωριμίας με τις θέσεις και τα οχυρά των Κομμουνιστών στον Γράμμο και στο Βίτσι. Η δίψα του να προσφέρει στον αγώνα και το πάθος του κατά των εχθρών, σε συνδυασμό με την αγάπη του για τις πτήσεις, του έδωσαν την ευκαιρία να πετάει πολλές φορές την ημέρα, για να ξεκουράζει τους παλαιότερους συναδέλφους του στις επιχειρήσεις, αλλά ιδιαίτερα να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του, να μην υστερεί των ικανών συναδέλφων του αλλά και να διακριθεί - κατά το δυνατόν - έναντι των συμμαθητών του.
Και στα πρώτα αυτά βήματα των νέων πιλότων, δείκτης αδιάψευστος του έργου και απόδοσης ενός εκάστου είναι ο αριθμός αποστολών του σε επιχειρήσεις. Και ο Ανθ/γός Τασσόπουλος πρόφτασε να λαμπρύνει τη βραχύχρονη σταδιοδρομία του με εξαίρετη δράση και ηρωικά επιτεύγματα, που μαζί με τα εχθρικά πλήγματα που υπέστησαν τ' αεροπλάνα, με τα οποία σκορπούσε τον όλεθρο στους αντάρτες, τον κατέστησαν δημοφιλή, όχι μόνο στην Αεροπορία, αλλά και στον Στρατό, που με τόσο ενθουσιασμό και πάθος υποστήριζε.
Σ' αυτόν επιφυλάχτηκε η μεγάλη τιμή να καταφέρει, στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία, αποφασιστικό χτύπημα, που θα είναι και η «χαριστική βολή» για την οριστική τύχη του Κλέφτη. Την άλωση του απ' τον Εθνικό Στρατό.
Σε μια επιστολή προς τον πατέρα του - που αλίμονο, θα είναι και η τελευταία - ελάχιστες μόνο μέρες μετά το κατόρθωμα του, ο Τασσόπουλος περιγράφει τη μεγάλη επιτυχία της Αεροπορίας που έδωσε στο Στρατό την ευκαιρία να καταλάβει και να εδραιωθεί σ' ένα απ' τα πιο σημαντικά οχυρά των Κομμουνιστών στην Πίνδο.

«Κοζάνη, 14-7-48
Σεβαστέ μου πατερούλη,
Είναι, περίπου, μια βδομάδα από τότε που ήμουν εδώ και ακόμα δεν κατόρθωσα να σας γράψω. Οι επιχειρήσεις και η διαρκής αναμονή για πτήσεις από τις 4.30 π.μ. ως τις 8.30 μ.μ. εις το αεροδρόμιο δεν μου το επέτρεψαν. Τα νέα μου, ασφαλώς, θα τα διαβάσατε από τις εφημερίδες. Πιθανώς, όμως, να μην ξέρατε το όνομα του μικρού ηρωικού πιλότου, του άρτι εξελθόντος της Σχολής Ικάρων, που κατόρθωσε με κίνδυνο τρομερό να σιγήσει τα πολυβολεία εις την περιοχή του Προφήτη Ηλία. Λοιπόν, το όνομα του νεαρού αυτού ανθυποσμηναγού είναι Κων/νος Π. Τασσόπουλος. Ναι πατερούλη, η τύχη, ο μεγάλος Θεός της Ελλάδος μας και οι προσευχές σας μου έδωσαν την δύναμιν να πραγματοποιήσω κι εγώ κάτι για την αιματοβαμμένη μας πατρίδα και να γυρίσω σώος εις την βάσιν μου.
Τα πράγματα, όπως θα διαβάσατε από τις εφημερίδες, τις οποίες έχω όλες μπροστά μου, έχουν ως εξής: Από το πρωί, στις 4.30 της προχθές, τα αεροπλάνα της Βάσεως μας απογειώνοντο σε διαδοχικά κύματα, πλήττοντας τους συμμορίτες εις όλην την περιοχήν του Επταχωρίου, όπου ο Στρατός επιτίθετο.
Σπουδαιότερο οχυρό από πολυβολεία εδέσποζε της περιοχής του Προφήτη Ηλία, τα οποία είχαν καθηλώσει τμήματα δικά μας. Με έστειλαν, λοιπόν, σ' εκείνην την περιοχήν μαζί με άλλον να την βομβαρδίσω. Από τον ασύρματο τα τμήματα εκείνα ζητούσαν συνεχώς να τους πλήξουμε εκεί.
Πρώτα, πάει να χτυπήσει εκεί ο άλλος συνάδελφος, πλην όμως οι βόμβες του δεν έπεσαν λόγω βλάβης του συστήματος αφέσεων βομβών του αεροπλάνου του.
Δεύτερος βυθίζω εγώ, οπότε και αντιλαμβάνομαι την θέσιν των ισχυρότατων αυτών πολυβολείων. Αποφασίζω να τα χτυπήσω από μικρό ύψος για να τους επιτύχω στο κέντρο.
Εις ύψος 400 μ. και προτού αφήσω τη βόμβα μου με χτύπησαν σ' ένα φτερό του αεροπλάνου. Με χτυπημένο το αεροπλάνο μου συνεχίζω τη βύθιση και στα 150 μ. αφήνω τη βόμβα μου. Δεν πρόφθασα να χαρώ τα αποτελέσματα μου, γιατί δέχομαι ολόκληρη ριπή πάνω στο αεροπλάνο μου, το οποίο εβλήθη σε 10 μεριές. Πλήθος άλλων σφαιρών και αντιαεροπορικών βλημάτων με υποδέχθησαν κατά την έξοδο μου εκ της βυθίσεως εξ άλλων υψωμάτων. Αμέσως πήγα να προσγειωθώ σε καμιά κατάλληλη χαράδρα και κατόρθωσα, με τη βοήθεια του Θεού, να φέρω το αεροπλάνο πίσω και να το προσγειώσω με τον ένα τροχό, δεδομένου ότι ο άλλος βληθείς από το αντιαεροπορικό είχε σπάσει.
Προσγείωσα το αεροπλάνο θαυμάσια και σε 10 μέρες όταν επισκευασθεί προχείρως θα το φέρω στην Ελευσίνα για γενική επισκευή.
Το αποτέλεσμα των βομβαρδισμών μου ήταν να καταστρέψω όλα τα πολυβολεία εκείνα και ο Στρατός να κατακτήσει το ύψωμα που θ' αργούσε με πολλές θυσίες υπό άλλας συνθήκας. Αμέσως μετά τον βομβαρδισμό ανέβηκαν οι φαντάροι στο ως τότε άπαρτο οχυρό ύψωμα. Το κατόρθωμα αυτό προκάλεσε τον θαυμασμό όλων ο δε Σωματάρχης, Καλογερόπουλος, ζήτησε το όνομα μου για να κάνει πρόταση για αριστείο ανδρείας.
Σήμερα, επ' ευκαιρία της αφίξεως του Βασιλέως ήλθε στο αεροδρόμιο κι εζήτησε να με γνωρίσει. Με παρουσίασε ο αρχηγός της Αεροπορίας, Πτέραρχος Κελαϊδής, ο οποίος ήτο και αυτόπτης μάρτυς του όλου δράματος και επισκέφθησαν όλοι το διάτρητο από σφαίρες αεροπλάνο μου.
Με εκάλεσε και είπε:
-Αυτός είναι;
Φαίνεται, το νεαρό της ηλικίας μου και η εμφάνισίς μου με κοντά παντελόνια δεν του γέμιζαν το μάτι. Ο Συνταγματάρχης της Αμερικανικής αποστολής Μπρίτιχαν, που βρισκόταν εδώ, ερωτηθείς παρά δημοσιογράφου του "Εθνικού Κήρυκος" Ν. Στάγκου, όπως γράφει στο σημερινό φύλλο η εφημερίδα αυτή, για μένα είπε:
"Απορώ πώς ο νεαρός αυτός εδημιούργησε τέτοιο άθλο που ήταν πολύ δύσκολο και σε έμπειρους ακόμη αεροπόρους".
Όλες οι αθηναϊκές εφημερίδες αλλά και οι μακεδονικές το έγραψαν με εγκώμια. Όνομα, όμως, δεν εδημοσίευσαν, δι' ευνόητους λόγους.
Την ίδια μέρα, το απόγευμα, επήγα στον θάλαμο επιχειρήσεων και ζήτησα να πετάξω με άλλο αεροσκάφος "Σπιτφάϊρ" και δεν δέχτηκαν...
Αυτά τα νέα, πατερούλη μου, τα οποία ελπίζω να σε γεμίζουν από υπερηφάνεια. Κλείνω το γράμμα μου προσθέτων, ότι κατά σημερινές πληροφορίες εντός των πολυβολείων καταμετρήθηκαν 27 αντάρτες νεκροί, οι οποίοι ήταν οι μόνοι μέσα.
Δώστε χαιρετισμούς ο' όλους. Σας φιλώ με σεβασμό το χέρι.
                 Ο υιός σας, Κώστας»"

Ένας συμμαθητής του, που τον γνώρισε πολύ καλά και μοιράστηκε μαζί του τον κίνδυνο και τα εχθρικά αντιαεροπορικά, περιγράφει παραστατικά την προσγείωση του Κώστα Τασσόπουλου μετά την επιχείρηση στον Κλέφτη.
«- Όταν προσγειωθήκαμε στην Κοζάνη - γράφει ο Πτέραρχος Λάιτμερ -επέστρεφαν απ' τον Γράμμο δύο "Σπιτφάιρ", όπου είχαν πάει για βομβαρδισμό. Βρήκαμε το Γραφείο Επιχειρήσεων ανάστατο με πολύ κόσμο. Αξ/κοί ιπτάμενοι, μηχανικοί και δημοσιογράφοι, ήσαν μαζεμένοι και περίμεναν με ανυπομονησία την προσγείωση των δύο αεροπλάνων.
- Τι συμβαίνει; ρώτησα τον Ανθ/γό Βούλγαρη.
- Ένα απ' τα δύο "Σπιτφάιρ" είναι χτυπημένο άσχημα, μου απάντησε. Περιμένουμε να δούμε αν θα προσγειωθεί ασφαλώς.
- Ποιος είναι μέσα; ξαναρώτησα.
- Ο Τασσόπουλος.
Η προσγείωση υπήρξε δραματική γιατί το αεροπλάνο είχε χτυπηθεί στο δεξιό τροχό του, και μόλις ακούμπησε στον διάδρομο έγειρε δεξιά με τάση να ξεφύγει απ' την ευθεία. Ο πιλότος αγωνίστηκε ψύχραιμα σβήνοντας τον κινητήρα και χρησιμοποιώντας τα φρένα μετά βίας, κατόρθωσε ν' αποφύγει τη συντριβή και τον τραυματισμό του.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ σε τι κατάσταση βρισκόταν το αεροπλάνο εκείνο. Εκτός της έλικας που έσπασε στην τελευταία φάση της προσγειώσεως, το αεροπλάνο ήταν διάτρητο από σφαίρες, από τον κινητήρα μέχρι τα πηδάλια της ουράς (...)».
Ένα τηλεγράφημα της Μεραρχίας που μόλις είχε φτάσει στο αεροδρόμιο της Κοζάνης, και το κοινοποίησε σε όλους ο Α.Σ.Α.Σ. (Αξ/κός Σύνδεσμος Αεροπορίας Στρατού) δικαιολογεί απόλυτα την κατάσταση του «Σπιτφάιρ», με τον Τασσόπουλο, που πριν λίγα λεπτά της ώρας είχε γράψει στον Γράμμο, μία απ' τις πιο ένδοξες σελίδες της Ελληνικής Αεροπορίας, καταστρέφοντας ένα εχθρικό πολυβολείο και απαλλάσσοντας τον Στρατό απ' το ανελέητο και φονικό σφυροκόπημα.
«- (...) Ο ηρωικός Τασσόπουλος - έγραφε το τηλεγράφημα - αντιληφθείς εχθρικόν πολυβολείον, πετώντας σε χαμηλό ύψος, το είχε κονιορτοποιήσει με δύο βόμβες των 250, χωρίς βεβαίως να μπορέσει ν' αποφύγει το πυκνό αντιαεροπορικό πυρ, το οποίον παρ' ολίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Ο Στρατός είναι κατενθουσιασμένος και το θάρρος και η επιτυχία του νεαρού αεροπόρου, επέδρασε τόσο βαθειά στις ψυχές των παιδιών του βουνού, ώστε επί πολλήν ώραν εζητωκραύγαζαν ενθουσιωδώς...».
Η μεγάλη αυτή επιτυχία του Τασσόπουλου και η συνήθεια του να εξαντλεί τα όρια ασφαλείας του αεροπλάνου, κατερχόμενος κατά τις βυθίσεις για άφεση βομβών ή ρουκετών, σε λίγα μόνο μέτρα πάνω απ' το στόχο, μετά την απαγκίστρωση, του χάρισε ένα χαρακτηριστικό «παρατσούκλι», που τον ακολούθησε μέχρι το μοιραίο τέλος του.
- Τασσόπουλος, Ανθυποσμηναγός ή ο «Κύριος Καρφίδης».
Έτσι τον βάφτισε κάποιος παρατηρητικός συνάδελφος του, που πετώντας συχνά μαζί του, τον είχε δει να κ α ρ φ ώ ν ε ι τις ρουκέτες ή τις βόμβες του με σχεδόν κάθετη εφόρμηση και πολύ χαμηλή έξοδο απ' το έδαφος. Μια τακτική που δεν άρμοζε για τα «Σπιτφάιρ», γιατί τα αεροπλάνα αυτά, ήσαν σχεδιασμένα για αερομαχίες και όχι για υποστήριξη εδάφους, όπου η Ελληνική Αεροπορία καταχρηστικώς τα χρησιμοποίησε «μη υπάρχοντος άλλου καταλληλότερου».
«- Στην αποστολή του αυτή - περιγράφει ο συμμαθητής του Αναστ. Τζαβάρας μετά τη βύθιση διά βομβαρδισμό, κατέβηκε πολύ χαμηλά και τα αέρια απ' την έκρηξη του απέσπασαν τα καλύμματα του κινητήρος. Δηλαδή, το παράκανε, εκθέτοντας σε κίνδυνο τον εαυτό του και το αεροπλάνο, χωρίς να υπάρχει λόγος. Το θυμάμαι πολύ καλά αυτό το περιστατικό».
Ταυτόσημη, όμως, είναι και η μαρτυρία του αρχηγού της 19ης Σειράς, και επίσης συμμαθητή του Τασσόπουλου, του Εδμόνδου Λάϊτμερ, που πέταξε μαζί του στις περισσότερες αποστολές του, κατά τις πιο κρίσιμες μάχες στον Κλέφτη και στον Γράμμο...
«- Ήταν ακράτητος ο ενθουσιασμός του πάνω απ' τις γραμμές του μετώπου. Εφλέγετο απ' την επιθυμία να κατεβεί χαμηλά και να πολυβολήσει πολλές φορές, παρ' όλο το πυκνό αντιαεροπορικό πυρ, τον αντελήφθην να βυθίζει πολυβολώντας, μέχρι το ελάχιστον δυνατό ύψος, με κίνδυνο κατά την απαγκίστρωση να πρόσκρουση και να συντριβή στο έδαφος. Η λογική είχε υποχωρήσει μπροστά στον άφθαστον αυτόν ενθουσιασμό, και οι βυθίσεις δεν σταματούσαν παρά μόνον όταν κάθε συμμοριακή κίνηση έπαυε στο έδαφος. Και ο "Κύριος Καρφίδης" ήταν πανταχού παρών. Στον Κλέφτη, στο Ταμπούρι, στις Αρένες, στον Πύργο, στην Αμμούδα, στα Ψωριάρικα, στην Αλεβίτσα...».
Αλλά «η συνήθεια είναι δευτέρα φύσις». Είναι απόλυτα βέβαιο ότι όλοι οι ιπτάμενοι που αποφοίτησαν της Σχολής Ικάρων - αλλά και οι κατά καιρούς παλαίμαχοι συνάδελφοι τους - γνωρίζουν πολύ καλά τα όρια ασφάλειας του αεροπλάνου και του εαυτού τους.
Όμως, όλα αυτά που μαθαίνουν στην θεωρία, δεν εφαρμόζονται και στην πράξη, παρά μόνον από συντηρητικούς, δηλαδή την κατηγορία εκείνων που ο Μεγάλος Δάσκαλος της Α' γενιάς των «ωραίων μελλοθανάτων», Νίκος Πριμηκύρης, τους χαρακτήριζε: «Μητροπολίτες» - όπως συνήθιζε να λέει.
Έφτασε η 10η Σεπτεμβρίου 1948, που από κάποιο παιχνίδι της ειμαρμένης, ο ηρωικός Ανθυποσμηναγός θ' απογειωθεί για τελευταία φορά για μια αποστολή που δεν είχε προγραμματιστεί και που κανονικά, όταν ζητήθηκε από τον Στρατό, ο Τασσόπουλος δεν έπρεπε να βρίσκεται στην Κοζάνη για να πετάξει, γιατί ήταν υ π ' α τ μ ό ν και με το φύλλο πορείας στο χέρι. Περίμενε να ετοιμαστεί ένα ελαφρύ αεροπλάνο - το «Ώστερ» - για να τον «πετάξει» στα Γιάννενα, όπου είχε μετατεθεί, και θα συνέχιζε από 'κει τις αποστολές του.
Την τελευταία του αυτή πτήση, περιγράφει ο Εδμ. Λάϊτμερ:
«- Εκείνο το πρωινό, ο Κωστάκης ήταν όλο χαρά. Είχεν έλθει σήμα, βάσει του οποίου επρόκειτο να μετατεθεί στο αεροδρόμιο των Ιωαννίνων. (...) Η τύχη, όμως, δεν βοήθησε, διότι το "Ώστερ" βγήκε εκτός ενεργείας, κατά την πρωινή επιθεώρηση, κι έτσι ο Κωστάκης δεν ανεχώρησε.
Δεν ξέρω πώς έγινε και με κάλεσαν για αποστολή, με ζευγάρι τον Τασσόπουλο (...). Επρόκειτο να βομβαρδίσουμε το Μάλι - Μάδι (...). Το Μάλι - Μάδι ήταν καλά οργανωμένο κι έπρεπε να βομβαρδιστεί. Εκάναμε ένα γύρω για να κατατοπισθούμε για τις θέσεις των πολυβολείων και κατόπιν 6 ρουκέτες και 2 βόμβες (των 25) εξαπελύθησαν, με μεγάλη ακρίβεια, στην περιοχή του στόχου, όπως μας βεβαίωσε το όχημα επαφής της Μεραρχίας. Η αποστολή μας είχε τελειώσει και ετοιμαζόμαστε για επιστροφή στην Κοζάνη, όταν ακούσαμε ένα άλλο σήμα:
- Εμπρός, Κόκκινο 1 από "Χάρβαρτ" - Εμπρός, Κόκκινο 1 από "Χάρβαρτ". Εάν έχετε πυρομαχικά, ελάτε υπεράνω Πυραμίδας, όπου δύο φάλαγγες συμμοριτών κινούνται προς Δυσμάς...
- Εμπρός, "Χάρβαρτ" από Κόκκινο 1. Κατάλαβα. Ερχόμαστε...

Και πήραμε πορεία για την Πυραμίδα. Εκεί, το υπεριπτάμενο "Χάρβαρτ", μας υπέδειξε το στόχο που ήταν δύο φάλαγγες, κινούμενες, προφανώς, η μία προς το Μάλι - Μάδι και η άλλη προς Ραμπατίνα. Ευτυχώς, είχαμε πυρομαχικά (...).
Η τοποθεσία ήταν οχυρωμένη πολύ καλά και γυμνή καθώς ήταν από δέντρα, μας επέτρεπε να διακρίνουμε τις κυκλικές θέσεις των αντιαεροπορικών, από τα ρούχα των συμμοριτών που τις κατείχαν.
Όταν βύθισα, για πρώτη φορά, οι φωλιές αυτές των πολυβόλων ξέρασαν φωτιά πάνω μου και μυριάδες τροχιοδεικτικές σφαίρες χάραξαν τον ουρανό κι έμοιαζαν σαν διάττοντες αστέρες, κατά τη νύχτα.
Έθεσα στο στόχαστρο μου το στόχο και πίεσα το κουμπί των πολυβόλων μου. Τα βλήματα μου έσκασαν ανάμεσα στο σκούρο συρφετό των συμμοριτών που πανικόβλητοι έτρεχαν να προφυλαχτούν, όπως - όπως, και απαγκιστρώθηκα καλώντας τον Τασσόπουλο.
- Κόκκινο 2 από Κόκκινο 1, πρόσεχε. Μας χτυπάνε από κάτω.
- Οκέϊ Κόκκινο 1. Τους είδα όταν τους χτυπούσες.

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Τασσόπουλου, και εφόρμησε για πολυβολισμό των συμμοριτών (...). Όταν ξαναπήρα στροφή για νέα εφόρμηση πολυβολισμού, είδα φλόγες στην περιοχή του στόχου, ενώ ταυτόχρονα το "Χάρβαρτ", με φωνή ταραγμένη, έδινε το σήμα:
- Ένα "Σπιτφάιρ" έπεσε στην "Πυραμίδα"...
Το αίσθημα που με κατέλαβε δεν είναι δυνατόν να το περιγράψω σε αυτές τις λίγες γραμμές (...). Μου φάνηκε πως ήταν ένα κακό όνειρο (...). Αλλοίμονο, όμως, δεν επρόκειτο για όνειρο...
Ο Τασσόπουλος έπεσε εκεί όπου το καθήκον, η πίστις και τα ιδανικά της Πατρίδος τον διέταξαν. Έπεσεν ηρωικά, έδωσε τη ζωή του για την Εθνική ιδέα, για κάτι πιο υψηλό, πιο ανώτερο, πιο ιδανικό...
Και στο "Λεύκωμα Πεσόντων Αεροπόρων" προστέθηκε ένα ακόμα ηρωικό όνομα: Το όνομα του Ανθυποσμηναγού ΚΩΣΤΑ ΤΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ™.
ΘΕΣ/ΝΙΚΗ, Φεβρουάριος 1949 ΑΝθ/γος Ε. Λάϊτμερ»
(Απόσπασμα απ' τον «ΥΜΝΟ ΕΝΟΣ ΗΡΩΑ» που γράφτηκε σε επιστολή προς τον πατέρα του Ήρωα, Κώστα Τασσόπουλου)

Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, κοντά στην Κρυσταλλοπηγή, βρίσκεται ο Ταγματάρχης Δ. Χονδροκούκης, με 30 άρματα μάχης, που μάταια περιμένει τους «αντάρτες» να κατέβουν απ' τα φυσικά τους οχυρά. Ο ασύρματός του έπιασε το μήνυμα του «Χάρβαρτ» και κεραυνοβολήθηκε.
Πώς θα το έλεγε στη γυναίκα του, ότι ο αδελφός της είχε σκοτωθεί πάνω στις κορυφές του Μάλι – Μάδι;
Πολύ αργότερα, ο απόμαχος, πλέον, Στρατηγός - και βουλευτής του ΠΑ.ΣΟ.Κ - ξαναζωντάνεψε με την πέννα του τον ηρωικό θάνατο του γυναικάδελφου του Ανθυποσμηναγού, Τασσόπουλου Κ.
«- Το 1948 - περιγράφει ο Στρατηγός στο βιβλίο του - είχαμε στο Βίτσι μια αποτυχία που μείωσε τη νίκη του Γράμμου, και το μέτωπο εκεί από τις αρχές του Σεπτέμβρη του 1948 είχε φτάσει σχεδόν στα όρια της ήττας και της καταστροφής απ' τον αιφνιδιασμό της Μεραρχίας που διοικούσε τις δύο Ταξιαρχίες που υποχωρούσαν άτακτα.
Ο Σωματάρχης Καλογερόπουλος έστειλε Σήμα στο Αρχηγείο Αεροπορίας, κι εκείνο στους πυρπολητές αεροπόρους της Κοζάνης.
- Σώστε την κατάσταση.
Κατά δυάδας πετούσαν και βομβάρδιζαν ανηλεώς τις θέσεις του ΔΣΕ. Το βάρος έπεσε στη δυάδα των πιλότων Λάιτμερ - Τασσόπουλου, που ήσαν συμμαθητές στη σχολή Ικάρων.
Την ημέρα εκείνη έκαναν 5-7εξόδους σφυροκοπώντας τους προελαύνοντας κομμουνιστοσυμμορίτες που προσπαθούσαν να συλλάβουν αιχμάλωτη την κινδυνεύουσα Μεραρχία.
Ο Τασσόπουλος, ενθουσιώδης τύπος, χειριζόταν το "Σπιτφάϊρ" σαν παιχνιδάκι. Κατέβαινε πολύ χαμηλά και στις αρχές του Σεπτέμβρη, λίγες μέρες πριν το μοιραίο τέλος του, είχε χτυπηθεί το αεροσκάφος του. Σχεδόν κόσκινο (...).
Όμως, στις 10 του Σεπτέμβρη συνέβη το μοιραίο στο ύψωμα "ΠΥΡΑΜΙΣ", περιοχής Κρυσταλλοπηγής Καστοριάς. Πετούσε ζευγάρι με τον Ανθ/γό Λάιτμερ. Μια ο ένας βυθιζόταν μια ο άλλος. Όμως, ο Ανθ/γός Τασσόπουλος, τολμηρότερος, κατέβηκε πολύ χαμηλά, για να μην σηκωθεί ποτέ...
Τον είχε βρει ριπή πολυβόλου; Πού; Στον ίδιο; Στο ντεπόζιτο της βενζίνης; Στη μηχανή; Ποιος ξέρει; Άταφος νεκρός, μέσα στα συντρίμμια του "Σπιτφάϊρ" του. Οι Κ/συμμορίτες αλαλάζουν από χαρά. Το έδαφος δικό τους, Δεν είναι δυνατόν να πάρουμε, έστω και τεμαχισμένο τον ήρωα μας...»
(Στρατηγού Δ. Χονδροκούκη, «Η Γενιά των ΑΤΑΦΩΝ ΝΕΚΡΩΝ» - σελ. 81)
Ηλία Καρταλαμάκη: «Η Αεροπορία στον Εμφύλιο», Βιβλίο Α’