Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Στο Κόλντερε δεν μένουν πια Έλληνες. 95 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης

(Εκτεταμένα αποσπάσματα από δημοσίευση του Παναγιώτη Μωυσιάδη στην στήλη του Καφέ Ρωμανία, στο e-ptolemeos)
1999. Κολντεριώτες στο Ανατολικό Εορδαίας αφηγούνται

      Αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου, την τραγική είδηση της άτακτης οπισθοχώρησης του ελληνικού στρατού και την επέλαση των Τούρκων προς την Σμύρνη έφερε στο Κόλντερε ο  στρατιώτης Διονύσης …….., που  με  κίνδυνο της ζωής του  διένυσε με θάρρος  400 περίπου  χιλιόμετρα από την κόλαση του μετώπου στα υψώματα του Καλέ- Γκρότο,  προκειμένου να ειδοποιήσει τους συγχωριανούς του να φύγουν  γρήγορα  για να γλυτώσουν από βέβαιη σφαγή.
     Μόλις έφτασε στο χωριό, περιδιάβηκε έφιππος όλα τα σπίτια και φώναζε  με όλη τη δύναμη της ψυχής του : -φευγάτεεεε… φευγάτεεε…. Οι Τούρκοι σφάζουν κι έρχονται. Φευγάτε… Φευγάτε, σας λέω, φευγάτε να προλάβετε!! Οι Τούρκοι έγιναν άγρια θηρία, δεν αφήνουν ούτε μικρά παιδιά…!
Πολλοί δεν θέλησαν να τον πιστέψουν…
-Μα πώς είναι δυνατόν, Διονύση, να έπεσε το μέτωπο; Και  ο ελληνικός  στρατός  τι κάνει;   Δεν είναι δυνατόν να  μας αφήσει στα χέρια των Τούρκων!….
-Φύγετε, σας λέω, φύγετε. Ο στρατός διαλύθηκε, οι στρατιώτες πετάνε τα όπλα και όπου φύγει, φύγει.  Ο Θεός μάρτυράς μου, φύγετε να γλυτώσετε. Εγώ πώς ξέφυγα μόνο ο Θεός το ξεύρει.
-Μα, Διονύση, να πάρουμε μερικά πράγματα μαζί μας. Πώς θα ζήσουμε εκεί στη Σμύρνη χωρίς τίποτα, με άδεια τα χέρια;
     Κάποιοι τον πίστεψαν, έτρεξαν, πήραν στην πλάτη τους λίγο ψωμί, λίγο αλεύρι, και ξεχύθηκαν στον δρόμο για τη Σμύρνη. Κάποιοι άλλοι φόρτωσαν στα ζωντανά κουβέρτες, παπλώματα, ρούχα κι ό,τι άλλο πρόλαβαν να πάρουν, το μεγάλο βιός τους όμως, με τα σταφύλια απλωμένα στ’ αλώνια και τα γεννήματα γεμάτα στ’ αμπάρια, τ’ άφησαν πίσω.
     Γνώριζαν το μίσος της Τουρκιάς. Οι Τούρκοι ποτέ δεν έπαψαν να τους απειλούν, ακόμα και όταν ο ελληνικός στρατός βρίσκονταν έξω από το Κόλντερε. Ήρθε η στιγμή, που όλοι απεύχονταν και τρόμαζαν μόνο με τη σκέψη της. Ήρθε η στιγμή, που μπροστά στη  σωτηρία τους οι άνθρωποι και οι ψυχές απέκτησαν δύναμη και ενστικτωδώς σε λίγα μόνο λεπτά της ώρας χιλιάδες άνθρωποι άφησαν τις πόρτες των σπιτιών τους ανοιχτές και ξεχύθηκαν σαν ποτάμι στον δρόμο για τη Μαγνησία και από εκεί για τη Σμύρνη. Τις ώρες αυτές του σπαραγμού και του φόβου, όπου οι ειδήσεις και οι πληροφορίες μεταφέρονται διανθισμένες με εικόνες της κόλασης του Δάντη, δεν υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να αντισταθούν στο  αίσθημα του φόβου, που κόβει το αίμα και τη μιλιά.
     Χιλιάδες ανυποψίαστοι Ρωμιοί, μαζί με αυτούς και οι Κολντεριώτες,  πήραν το δρόμο  της φυγής και του γλυτωμού. Δεν σκέφτονταν τίποτα παρά μόνο τα λόγια  του Διονύση, που ηχούσαν στ’ αυτιά τους σαν σειρήνες πολέμου: -Φευγάτε... Φευγάτε... Δυστυχώς το ελληνικό κράτος  από το 1919, που άρχισε ο πόλεμος, μέχρι και τούτη τη στιγμή, δεν φρόντισε να οργανώσει κανένα σχέδιο προστασίας του πανάρχαιου ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Δεν είχε προνοήσει τρόπους έγκαιρης προειδοποίησης και διάσωσης για τα γυναικόπαιδα και τους γέρους. Το μόνο τους μέλημα ήταν η διάσωση των πολιτικών και των στρατιωτικών ιθυνόντων, που με συμμαχικά πλεούμενα φρόντισαν να τους απομακρύνουν έγκαιρα.
     Οι  Κολντεριώτες, ενθαρρυμένοι από τα λόγια του Πλαστήρα «Θα πιούμε καφέ στην κόκκινη μηλιά»,  που για τρεις μήνες τον φιλοξενούσαν στο χωριό τους,  δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν αυτήν τη μεγάλη καταστροφή.  Οι πιο πολλοί πίστευαν πως θα πάνε μέχρι τη Σμύρνη, θα καθίσουν για λίγο και θα επιστρέψουν και πάλι στα σπίτια τους.
     Τι τραγική ειρωνεία! Αυτός ο λαός της Ιωνίας έζησε πολέμους, αντιμετώπισε λογής-λογής  κατακτητές, μάτωσε, αλλά έζησε και παρέμεινε στον τόπο του. Πώς ήταν δυνατόν τώρα να πεταχτεί στη θάλασσα σαν άχρηστη πραμάτεια, που δεν τη θέλει κανείς; Και δεν τη σπλαχνίζεται ούτε κι αυτός ο Θεός…
     Οι πρώτοι Τούρκοι τσέτες άρχισαν ήδη να λεηλατούν, να βιάζουν γυναίκες και να σφάζουν. Τα γυναικόπαιδα, στριμωγμένα στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής προσεύχονταν για τη σωτηρία τους. Ο Έλληνας ύπατος αρμοστής της Σμύρνης, Αριστείδης Στεργιάδης, είχε φροντίσει να φύγει εγκαταλείποντας τον λαό του στα χέρια των Τούρκων.
     Ο ελληνικός στρατός διαλυμένος και εγκαταλειμμένος από την ηγεσία του, εγκαταλείπει τη Σμύρνη και δια μέσου της χερσονήσου του Τσεσμέ περνάει απέναντι, στη Χίο. Ο τουρκικός όχλος και ο στρατός που καταφθάνει επιδίδεται, για τρεις ημέρες και νύχτες, σε βαρβαρότητες και βανδαλισμούς, που θα αφήσουν αδιάφορους τους «συμμάχους» και φίλους μας Άγγλους, Γάλλους και Αμερικανούς…
     Τι να ‘γινε, άραγε, ο γέρο-Τσαούσης; Η κυρά μαμή; Ο γέρο-Θεοχαράκος; Θυμάμαι, όταν φεύγαμε, μας αγκάλιασε και μας φίλησε ούλους. Κατάλαβε, ότι όπου να ‘ναι θα έρθουν οι Τούρκοι και δεν θα συγχωρήσουν την παλικαριά του. Δεν θ’ ανεχθούν τον γέρο γκιαούρη που δεν το ‘βαλε στα πόδια  αλλά παρέμεινε στο αγαπημένο του χωριό,  εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε, εκεί που παντρεύτηκε κι έκανε  παιδιά και βιος. Χίλια στρέμματα, χίλια  γιδοπρόβατα. Τσαούσης στ’ όνομα και στην ψυχή ξεπροβόδισε τους χωριανούς και με ψυχή λιονταρίσια περίμενε το μαρτυρικό του τέλος. Την άλλη μέρα ληστότουρκοι τσέτες μπήκαν στο Κόλντερε. Το ήξεραν από παλιά, γιατί πολλές φορές επιχείρησαν να το ληστέψουν, μα οι Κολντεριώτες, παλιοί Μανιάτες, ήξεραν να πολεμούν και να αμύνονται. Οι Τούρκοι τσέτες, οι πιο πολλοί από τα γύρω χωριά, ήξεραν τους Τσαουσαίους. Τράβηξαν ευθεία προς το κονάκι τους, ένα διώροφο αρχοντικό, με τα κελάρια γεμάτα μπαξεβανικά, λουκάνικα και παστουρμάδες.
     Ένα αρνί τη βδομάδα έσφαζε ο Τσαούς –αφέντης για να φάνε οι Τούρκοι εργάτες, που είχε στη δούλεψή του. Άρχοντας με τ’ όνομα και τη χάρη. Οι Τούρκοι στην περιοχή όλοι τον σέβονταν και λογάριαζαν το χατίρι του. Δίκαιος και νουνεχής ο άρχοντας Τσαούσης  βόηθαγε με το έχει του Τούρκους και Ρωμιούς…
     Μα τώρα, στη δύσκολη αυτή ώρα δεν ακολούθησε τη μοίρα της ράτσας. Πήρε την απόφαση να μείνει φύλακας του χωριού, που τόσο αγάπησε. Το Κόλντερε γι’ αυτόν ήταν η ίδια του η ζωή. Κίνησε με θάρρος για το σπίτι του Τούρκου μπέη και  χτύπησε την πόρτα. Αφού τον χαιρέτησε με ευγένεια,  στάθηκε μπροστά του, τον κοίταξε στα μάτια αμίλητος περιμένοντας το καλωσόρισμα. Ο Μεμέτ –μπέης τον καλωσόρισε και του είπε: «Πες μου τι θέλεις  μπάρμπα-Γιώργο». « Φίλε Μεμέτ, είδες πώς τα έφερε ο Αλλάχ;  Τώρα η ζωή μου και η μοίρα της οικογένειάς μου βρίσκεται στα χέρια σου. Ξέρω ότι είσαι καλός άνθρωπος και ο Θεός θα στο ανταμείψει! Τόσα χρόνια σε προστάτεψα εσένα και τη φαμίλια σου. Ό,τι με ζήτησες στο πρόσφερα. Για μένα ήσουν αδελφός και φίλος… τώρα ήρθε η ώρα να κάνεις κι εσύ το καλό. Προστάτεψε την οικογένειά μου, να γλυτώσει απ’ αυτήν την μπόρα και όλο μου το βιος ας είναι δικό σου!  Τώρα η ζωή μας είναι στα χέρια σου, κάνε το καλό και ο Αλλάχ θα στο ανταποδώσει».
     Ο Μεμέτ-μπέης, ένας καλόκαρδος Τούρκος, χωρίς δεύτερη κουβέντα πλησίασε τον γέρο Τσαούση, τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και  υποσχέθηκε να τον βοηθήσει με κάθε τρόπο. Φώναξε αμέσως τα παιδιά του και αφού φόρτωσαν τα πράγματα στα κάρα, τον συνόδευσε  στη Σμύρνη μέχρι την επιβίβαση της οικογένειάς του στο καράβι. Εκεί στην προκυμαία  ο Μεμέτ-μπεης πλησίασε τον επικεφαλής της τουρκικής φρουράς και αφού του εξήγησε ότι η οικογένεια που συνοδεύει είναι φίλοι του και καλοί άνθρωποι, του έδωσε ένα μαντίλι  στο χέρι με 5 λίρες…!
     Έτσι πέρασε όλη η οικογένεια του μπάρμπα-Τσαούση στο παπόρι παίρνοντας μαζί της και μερικά πράγματα  που τους επέτρεψαν οι Τούρκοι, όπως  ποτήρια πορσελάνης, ασημικά σκεύη, μετάξινα τραπεζομάντιλα και στρωσίδια,  τραγικά απομεινάρια ενός πλούτου και ενός πολιτισμού, που οι Ρωμιοί της Σμύρνης και της Ιωνίας μπόρεσαν να δημιουργήσουν μέσα σε συνθήκες βίας και καταπίεσης. Αυτή τη μικρή πραμάτεια μπόρεσαν να διασώσουν οι φυγάδες του Κόλντερε. Όλοι οι άλλοι ήρθαν στην πατρίδα γυμνοί και ρακένδυτοι, με την ψυχή στο στόμα, θύματα μιας στρατιωτικής ήττας, ζυμωμένης με αίμα και πετρέλαιο στα αθηναϊκά σαλόνια της πολιτικής ανεπάρκειας.
     Ο μπάρμπα-Γιώργος  Τσαούσης όμως δεν ανεβαίνει στο καράβι. Δεν το σηκώνει η καρδιά του να αφήσει τον τόπο και την πατρίδα που γεννήθηκε και έζησε,  που έφτιαξε το βιος και το έχει του. Θέλει να ξαναγυρίσει στα ζωντανά που τον περιμένουν. Παρακάλεσε τον Μεμέτ να τον πάει πίσω  στο χωριό.  Ο Μεμέτ του λέει και τον ξαναλέει: «Γιαούρ –Γιώργο, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Φύγε μα τον Αλλάχ, ο Κεμάλ είναι πολύ εξαγριωμένος... φύγε, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται, μπορεί να σε σκοτώσουν… Ο μπάρμπα-Γιώργος γέλασε  προς στιγμή και αφού κοίταξε για τελευταία φορά τη γυναίκα και τα παιδιά του πάνω στο καράβι του γλυτωμού, του είπε: «Τώρα Μεμέτ-αφέντη, αν θέλει ο Θεός, ας πεθάνω. Το χρέος μου το έκανα. Τίποτα  άλλο δε θέλω από σένα. Σε ευχαριστώ! Ο Θεός να σου δώσει ό,τι θελήσεις… Αυτά είπε  και ανέβηκε στο κάρο για να επιστρέψει στον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε, ανδρώθηκε και πρόκοψε. Στο Κόλντερε της ψυχής και της ζωής.
     Εκεί αποφάσισε να αφήσει το πονεμένο του κορμί, για να ακούει το θρόισμα των πλατανόφυλλων και τη βοή από το κύλισμα των νερών του Κόλντερε. Πολλές φορές η ηρωική επιστροφή και ο θάνατος είναι καλύτερος από τη φυγή και το ξερίζωμα. Ποιος ξέρει την αλήθεια, ποιος μπορεί να διαβάσει τη γλώσσα της ψυχής, που αντιστέκεται σε κάθε  ανθρώπινη βαρβαρότητα. Ήρεμος και αμίλητος ο ήρωας του Κόλντερε επιστρέψει μόνος και ξένος στο σπιτικό του. Εκεί θα παραμείνει αμίλητος και πεινασμένος παρακολουθώντας σιωπηλά από το παράθυρο τους Τούρκους να λεηλατούν το βιος του…
     Κάποιο πρωινό εξαγριωμένοι Τούρκοι τσέτες μπαίνουν στο σπίτι του, τον πιάνουν και τον βασανίζουν ζητώντας τον κρυμμένες λίρες . Έτσι αιμόφυρτο τον σέρνουν μέχρι το γεροπλάτανο της πλατείας, μπροστά στο καφενείο του Αντωνάκου. Και  εκεί μπροστά στα μάτια των συγκεντρωμένων Τούρκων τον κρεμούν  βρίζοντάς  τον,  «Ποιος είσαι εσύ, γκιαούρη, που πρόσβαλες τον Κεμάλ και σήκωσες το ανάστημά σου  στη μεγάλη πατρίδα….»
Ο μπάρμπα-Γιώργος έμεινε στην πατρίδα… έτσι το θέλησε η ψυχή του. Ο Τούρκος Μεμέτ πήρε το σώμα του και το έθαψε στο ελληνικό νεκροταφείο. Ευτυχώς  που μέσα στη βία και στον εξανδραποδισμό του πολέμου πάντα υπάρχουν βιώματα που προσθέτουν ανάσες ζωής στον άνθρωπο, που πέρα από θρησκείες και πατρίδες μπορεί να περηφανεύεται, ότι είναι πρώτα άνθρωπος…!
     Η οικογένεια του Γιώργου Τσαούση εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό της Πτολεμαΐδας μαζί με τις περισσότερες οικογένειες από το Κόλντερε. Αλήθεια πόσες και πόσες αληθινές ιστορίες, γεμάτες  αγάπη και αισθήματα, εικόνες, δύναμη ψυχής χάθηκαν στον χρόνο και τη λήθη; Πόσα γεγονότα μνήμης και ζωής τα ξεθώριασε η νεοελληνική πολιτική της λήθης και της σιωπής;
( Από αφηγήσεις Κολντεριωτών το 1999 στο Ανατολικό Εορδαίας)

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

95 χρόνια από τον ξεριζωμό (αρχείο Δημ. Λιακάκου)

Ο Δημήτρης Λιακάκος στο facebook:
Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, μου έρχονται στο νου οι κουβέντες της γιαγιάς μου Μαργής, από το Κόλντερε, λίγο πριν πεθάνει, το 1961: "Ήτανε τα Νιάημερα της Παναγιάς (24 Αυγούστου 1922). Βαρήγανε οι καμπάνες απ΄το πρωί. Μαζωχτήκαμε στο συντριβάνι, στην πλατέα. - Να φύγουμε, γλήγορα, λέγανε οι δημογερονταίοι και κάποιοι με στρατιωτικά. Έρχονται οι Τσέτες. Φορτώσαμε, με την ψυχή στο στόμα, τα κάρα με μπόγους, μαξιλαροθήκες μ' αλεύρι και μπλουγούρι, ξερά σύκα, δυο-τρία σταμνιά νερό, ράψαμε τα χρυσαφικά στα ρούχα των παιδιώνε, ανάψαμε τα καντήλια, κλειδώσαμε τ' αμπάρια, αφήσαμε τα ντάμια ανοιχτά (-σταύλους) και τα ζά στα παχνιά τους με ταή, μη λάχει και ψοφήσουνε, κάναμε το σταυρό μας και πήραμε το δρόμο για τη Μανισά...Τα καπινά (καπνά) και τη σταφίδα, τ'αχαμε ακόμα στα σεργκια (=υπαίθρια ψάθινα στεγνωτήρια). Τ' αμπάρια μας τίγκα στα στάρια, τα καλαμπόκια, τα ρόβια...Μπαρέμ, νάναι για λίγο, λέγαμε...Εσύ το λες ; Δεν ξαναγυρίσαμε...Συνεχίσαμε για τη Σμύρνη...Κρυφτήκαμε στα μνήματα, μπήκαμε μέσα σε μεγάλους τάφους . Ντύσαμε κοριτσίστικα τ' αγόρια μας...Τους άντρους μας, μας τους επήραν με το που φτάσαμε...Δεν τους ξανάδαμε..."