Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Κόλντερε, από το αρχείο του Δημήτρη Λιακάκου

Στην έρευνα που έκανε κάποιος Σύλλογος για τη στήριξη της ελληνικής παιδείας στη Μ. Ασία, ιδού τι αναφέρει ο υπογράφων Χ. Δασκαλάκης για το Κόλντερε. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ¨Ομηρος" (Τόμος Β. τεύχος Β. 1875)
.

Ο χειρόγραφος χάρτης είναι του 1892 από Γερμανό αρχαιολόγο το όνομα του οποίου αναφέρεται δεξιά στο χάρτη

Χάρτης του Κόλντερε από το 2008 

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Περιγραφή του Κόλντερε από τέσσερις πρόσφυγες στον Δημήτρη Λιακάκο (Ανατολικό, 4 Μαρτίου 1973)



Διηγούνται, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις του Δημήτρη Λιακάκου, οι :
Δημήτρης Χατζηγιαννάκος, Βασίλης Δεληδήμος, Βασίλης Τσακιράκος και Δημήτρης Μαυρουδής.
*
Δημήτρης Χατζηγιαννάκος: «Το Κόλντερε ανήκε στο βιλαέτι Σμύρνης και στο σαντζάκι Μαγνησίας. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Εφέσου. Βρισκόταν ανατολικά της Μαγνησίας σε απόσταση 18 περίπου χιλιομέτρων. Από τη Μαγνησία προς το Κόλντερε, υπήρχαν δύο δρόμοι. Ο πρώτος περνούσε από το Καραγασλί, ΒΑ της Μαγνησίας. Μετά από μία καμπή του δρόμου, περνούσαμε το ποτάμι Κουμ-τσά και ένα χιλιόμετρο μετά συναντούσαμε το Μετεβελί, Μετά από πέντε χιλιόμετρα περίπου, προς τα ΒΔ, φτάναμε στο Κόλντερε. Αυτός ήταν ο χειμωνιάτικος δρόμος.
Ο δεύτερος δρόμος ήταν συντομότερος, περίπου 15 χιλιόμετρα. Πηγαίναμε ανατολικά, περνούσαμε το Νυφ-τσάι, φτάναμε στο Γεντίζ-τσά και μετά στο χωριό Χαρμανταλί. Μετά το Χαρμανταλί στο χωριό Τσαούσογλου, στο Φίλιο και καταλήγαμε στο Κόλντερε. Στα έξι χιλιόμετρα ΒΑ, ήταν τα Καραγιατζίδικα και μετά το Παπασλί, χωριά όλα ελληνικά, εκτός από τα Καραγιατζίδικα που κατοικούνταν από Γιουρούκους (Τούρκους κτηνοτρόφους που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Βόρεια, στα πέντε χιλιόμετρα οι Κολντεριώτες είχαν μεγάλες εκτάσεις για καλλιέργειες. Αυτές συνόρευαν με τις εκτάσεις του μεγαλοτσιφλικά Χαλίτ-πασά και τις διέσχιζε το ποτάμι Γκιοκσέ που είχε συνεχή ροή. Σ’ αυτό υπήρχαν δύο νερόμυλοι, ο ένας ιδιοκτησίας του πασά και ο άλλος του Μετεβελιού που διέθεταν πέντε μυλόπετρες ο καθένας.
Στα ανατολικά του Κόλντερε, στο βουνό, υπήρχε το Ιλάν-τας (= «φιδόπετρα» με πολλές φιδοφωλιές και στους πρόποδες 60 σπίτια,  τα «Τσαπάρκα». Εκεί ήταν και η «Μεγάλη Βρύση», η «Τουρκομενιά», όπου πότιζαν τις καμήλες, τα άλογα και τα πρόβατα.»
                                     *
Βασίλης Δεληδήμος: «Στα 350-400 μ. υψόμετρο, στο Ιλάν-τας, υπήρχε ο ανεμόμυλος και κοντά (στα 100 μ.) η εκκλησία του Άη-Λια. Βγαίνοντας από το χωριό προς τα ανατολικά, στα 200 μ. υπήρχε η «Οξώβρυση», μέτρια σε μέγεθος και πολύ κρύο νερό και μετά ο πρώτος Ομπάς (μικροσυνοικισμοί καμηλιέρηδων και αγωγιατών). Από τη βρύση αυτή ξεκινούσαν δύο δρόμοι : Ο ένας προς τα Β. προς την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, στα 300 μ. μέσα από μια μικρή χαράδρα. Ο άλλος προς τα Ν. είχε κατεύθυνση προς τον Αη-Λιά. Μετά τον ανεμόμυλο, φτάναμε στο κοινόχρηστο λατομείο όπου με πρωτόγονα μέσα έβγαζαν τις πέτρες, ελεύθερα και για κάθε χρήση. Νότια του Κόλντερε, στα 3,5 χλμ, υπήρχαν τα τουρκικά χωριά Γιουρμουντζαλί (αρκετά μεγάλο), το Σινερλί, περνούσαμε το Γεντίζ-τσάι που το χειμώνα συχνά υπερχείλιζε σε σημείο να είναι απροσπέλαστο αλλά υπήρχε μία μεγάλη σχεδία που σήκωνε κάρα και μεγάλα ζώα και πηγαίναμε στον Κασαμπά, για την αγορά. Πριν τον Κασαμπά υπήρχαν κι άλλοι Ομπάδες.
Στα ΝΔ, στα τρία χλμ, υπήρχε το τουρκικό χωριό Ντερέκιοϊ (από τις αρχαίες κολώνες, («ντερέκια»), όπου υπήρχαν πολλά αρχαιολογικά ευρήματα από την εποχή του Δαρείου του Α (αγγεία, σκεύη, όπλα, αγαλματίδια, προτομές κλπ). Το μεγαλύτερο χωριό ήταν το Κόλντερε, μετά το πολύ πλούσιο και καταπράσινο Παπασλί, το Μετεβελί, το Γιουρμουντζαλί και το Ντερέκιοϊ».
                                      *
Βασίλης Τσακιράκος: «Να σας ειπώ για τις βρύσες που θυμάμαι. Μέσα στο χωριό, η μεγαλύτερη ήταν η «Χαβούζα» στην πλατεία, με 12 κάνουλες, κυκλική. Δίπλα ένας θεριακωμένος πλάτανος, το «Γκιαούρ-αγάτς» (=το δένδρο των απίστων, το έλεγαν οι Τούρκοι) ηλικίας όσης και του Κόλντερε,  τέσσεροι νοματαίοι μπορούσαν να το αγκαλιάσουν όπου οι Τούρκοι Τσέτες κρέμασαν τους 23 που έμειναν μετά το φευγιό μας στα νιάημερα της Παναγιάς (= 24 Αυγ. του 1922) και μετά τον έκοψαν και τον έκαψαν.. Η άλλη ήταν η «Βρυσούλα», στο «Σαζ-μαχαλά» (σαζ=καλάμι), η «Βρύση του Γκόγκου», η «Καινούργια», και της «Εκκλησάς» που είχε κι αυτή μικρό συντριβάνι. Στον κάμπο, υπήρχε η «Ξερόβρυση», με πολύ λίγο νερό, μαρμάρινο κάνταλο και πολλές βδέλλες, βόρεια, προς το Μετεβελί. Υπήρχαν και πολλά πηγάδια : Του Κολοβού (Κολοβάκου), του Μηνά (Μηνάκου), του Μοκά, του Τριαντάφυλλου, του Χατζηδήμου του Γκούμα, με μέσο βάθος τα τρία μέτρα.
Στον κάμπο, στα Δ. στην τοποθεσία «Γκερένια» υπήρχε το «Κεραμιδαριό» (κεραμοποιείο) του Στυλιάνη που δούλευε πάρα πολύ καλά, με πελατεία από όλα τα γύρω χωριά. Στα ΝΔ υπήρχε η «Κούλα», εξοχικός τόπος μέσα στους αμπελώνες κι εκεί πήγαιναν εκδρομές τα σχολεία. Δέσποζε το πολυτελές σπίτι του Τσακίρη (Τσακιράκου), που ήταν μέσα στο πράσινο και είχε κι ένα μαγκανοπήγαδο με άλογο. ΝΔ, στο 1,5 χλμ, σε μια έκταση 5-7 στρεμ., ήταν το «Τοκάκι» όπου στάβλιζαν τα γελάδια του χωριού. Μια άλλη κούλα ήταν του Χατζηαναστάση, κι αυτή μέσα στ’ αμπέλια, ίδια με του Τσακίρη.
                                       *
Δημήτρης Μαυρουδής: «Στα Β.Δ. του χωριού, στο 1,5 χλμ.  υπήρχε ο «Τεπές» (=Λόφος), τεχνητός που χρησίμευε στην αρχαιότητα για σηματοδότης (βλ. «φρυκτωρίες). Εκεί οι καλλιεργητές, κυρίως της οικογένειας των Δεληδημαίων που κατείχαν 16 στρεμ. γύρω από τον Τεπέ, εύρισκαν πιθάρια, σταμνάκια ζωγραφιστά, αγαλματίδια, δαχτυλίδια. Εκεί ο Απόστολος Δεληδήμος, (ο πατέρας του Κώστα και του Φώτη Δεληδήμου) οργώνοντας, βρήκε μια χρυσή σαύρα σε φυσικό μέγεθος που τη χρησιμοποίησε για βέρες και δαχτυλίδια όταν παντρεύτηκε ο γιος του Γιώργος. Αυτός (ο Γιώργος) βρήκε και ένα χρυσό αστέρι με χαραγμένα γράμματα επάνω και μία παράσταση. Άλλος, ίδιος τεπές, υπήρχε στο Μετεβελί, ο «Ομάλ Τεπές» και ΒΑ ο «Μπουρμά Τεπές». Στα Β υπήρχαν τα «Ντορτ Τεπεδια») (τέσσερις λόφοι).
Το Φίλιο και το Ντερέκιοϊ «υπάγονταν» στο Κόλντερε. Ο κάμπος των τριών χωριών είχε έκταση 120.000 τουρκικών στρεμ. δηλαδή 160.000 σημερινά στρέμματα. Οι περιοχές του κάμπου – τοπωνύμια -λέγονταν :
«Τας-κιοπρού», (= πέτρινο γεφύρι), «Του παλαβού τα ντάμια» (ντάμι= σταύλος), «Τσατάλι» (=σταυροδρόμι, διακλάδωση, προς το Παπαζλί), τα «Ντορτ-Τεπάδια», το «Ανάθεμα», Τα «Αραραίικα», «Του Καντάρα οι ελιές»,, η «Ξερόβρυση», τα «Μπαλκάμια», τα «Γκερένια», τα «Καραγάτσιλα» οι «Τσαϊές», τα «Γιαμάκια», τα «Παλιάγιλα», «Του Μηνά το Πηγάδι», οι «Αγκορτσιές», το «Πηγάδι του Μούτογλου», η «Αρκουδοράχη», «Του Μπράμ-αγα η βρύση» κι η «Πικροδάφνη» (ρέμα)…»


Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Οι ευθύνες για τον "συνωστισμό" στην προκυμαία της Σμύρνης δεν είναι μόνο τουρκικές!

Τέτοιες μέρες πριν από 95 χρόνια (18 Ιουλίου 1922), η Ελληνική κυβέρνηση, προβλέποντας την τελική ήττα και το κύμα προσφύγων, απαγόρευσε την είσοδο στην Ελλάδα των Ελλήνων προσφύγων, για την προσφυγοποίηση των οποίων η απόλυτη ευθύνη ήταν δική της. Έτσι παρέδωσε στο μαχαίρι του σφαγέα τις εκατοντάδες χιλιάδες των αθώων μικρασιατών. Για να απαλλαγούν από τις ενοχές οι απόγονοι των υπαιτίων ξαναγράφουν την ιστορία (πχ. Ρεπούση και σία)


Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Τα κολντεριώτικα μοιρολόγια στο Ανατολικό της Πτολεμαΐδας

Στη σελίδα του Δημήτρη Λιακάκου στο facebook (www.facebook.com/dimitris.liakakosβρήκαμε ανάρτηση με τα μοιρολόγια που έλεγαν οι μοιρολογίστρες του Ανατολικού της Πτολεμαΐδας,  Κολντεριώτισσες με απώτερη καταγωγή από τη Μάνη.


Οι "καλές μοιρολογίστρες" του Ανατολικού ήταν οι πρώτες Κολντεριώτισσες που ήρθαν στο χωριό, το 1923. Αυτές ήταν : Η Βενετία Σακκάκου, η Γεωργία Θεοχαράκου, η Σταμάτα, η Κατερίνα (Καρτέρω ) Τσαούση, και μετέπειτα η Λεμονιά Παγκάκου, κόρη της, η Αθηνά Καραμανλή. Κουβαλούσαν αυτή τη μνήμη της ελεγείας από τη Μάνη. Όλες χαροκαμένες. Τα έλεγαν καθισμένες οκλαδόν γύρω από το φέρετρο, με κατεβασμένα τα μαύρα τους τσεμπέρια και κινούμενες ρυθμικά, από δεξιά προς τα αριστερά και προς τη σορό. Στην περίπτωση που ο νεκρός/ή ήταν νέοι, οι μανάδες ξερίζωναν και τα μαλλιά τους . Τους στίχους έλεγε εκείνη που ξεκινούσε το μοιρολόι και τον επανελάμβαναν εν χορώ οι παριστάμενες. Άνδρες δεν παρίσταντο στο φέρετρο. Σπάνια μοιρολογούσαν έξω, στην αυλή, αυτοσχεδιάζοντας πάνω σε γνωστά μοτίβα...
                                                              Δείγματα μοιρολογιών :
Α." Σένα σου πρέπουν γιόκα μου, εννιά μοιρολογίστρες .

οι τρεις να κλαιν το μπόι σου, οι τρεις την εμορφιά σου
κι οι τρίτες οι μικρότερες, να κλαίν' τη λεβεντιά σου...
Σ' αφήνω γειά, μανούλα μου, δός μου την καληνύχτα
και πες και στ' αδερφάκια μου, δε θάρθω άλλη νύχτα..."

Β. "Φεύγεις φεγγαροπρόσωπε, μισεύεις σταυραητέ μου

και μένα την κακόμοιρη την τρισχαροκαμμένη.
μ' αφήνεις μες τον πόνο μου, στα μαύρα βουτηγμένη.
να δέρνουμαι στο μνήμα σου την πέτρα να χτυπάω..."

Γ. " Η μάνα που σε γένναε, χρυσή ' ταν η κοιλιά της,

μαλαματένι' οι πόνοι της κι αγγέλλοι τα παιδιά της.
Ζωγράφος εζωγράφισε τα καμαρόφρυδά σου
κι ο Χάρος την εζήλεψε την τόση εμορφιά σου..."

Δ. "Όξω σελώνουν τ' άλογο, όξω το καλλιγώνουν,

βάνουν ασήμια πέταλα, ζεγκιά μαλαματένια
και στα καλλιβοσκύρια του σπυριά μαργαριτάρια
για ν' ανεβεί ο νιος, που πάει στον Κάτω Κόσμο..."

Ε. " Γιόκα μ ' η μάνα σ' ήθελε να σε αρρεβωνιάσει

να πάρει νύφη από σειρά, από μεγάλο σόι
μα πήες και παντρεύτηκες μέσα στο μαύρον Άδη
πήρες την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα
και τα πρασινοχόρταρα, αδέρφια και ξαδέρφια..."

ΣΤ. " Να ειχ΄ο Χάρος δυο παιδιά να τού 'παιρνα το ένα

για να του κάψω την καρδιά, ως μού 'καψε κι εμένα.."

Ζ. " Τα μάτια σου τα έμορφα, τα καμαρόφρυδά σου.

σαράντα μέρες νηστικός έκανε ο ζωγράφος, 
στα μάτια και τα φρύδια σου για να μη κάνει λάθος
κι από την πένα έσταξε ελιά στο μάγουλό σου.
μαύρο σημάδι έβανε ο Χάρος στο λαιμό σου..."

Η. " Τι με τηράς μωρ' κόρη μου, σαν ξένη σα διαβάτα ;

Για βάνε μια ψιλή φωνή, ψιλή, φαρμακωμένη
για να σ' ακούσ' η γειτονιά, για να σ' ακούσ' η ρούγα'
νά 'ρθουν ματάκια κλάιμενα, να 'ρθούν καρδιές καμένες,
να κλάψουνε τον πόνο τους, να κλάψουνε κι εμένα..."

Θ. " Πως να στο πω Σταμάτα μου, το πικρομοιρολόι ;

Μηδ' από χήρα τ' άκουσα, μηδ' από παντρεμένη.
Του Χάρου η μάνα τό' λεε, το πικρομοιρολόι.
Χαρείτε νιες τους άντρους σας, μανάδες τα παιδιά σας
γιατ' έχω γιο γραμματικό, γαμπρό κι είναι κουρσάρος.
Δεν κουρσαρεύει μάλαμα, δεν κουρσαρεύ' ασήμι !
Παίρνει των μάνων τα παιδιά, των γυναικών τους άντρους,
παίρνει και τους νιόγαμπρους και τις καλές κυράδες
τους πάει στης άρνης τα βουνά, στης άρνης τα λαγγάδια..."

Ι. " Ο Χάρος θέλει σκότωμα με ασημένια μπάλα !

Χωρίζ' αδέρφια καρδιακά, παιδιά από τις μάνες...
Πες μου βρε Χάρε, να χαρείς το μαύρο σου σκοτάδι ;
Σαν αποθάνω, θα χαθεί ο πόνος μου στον Άδη;..."


* 'Άρνη" = Άρνηση, λησμονιά...

Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Σπύρος Σακάκος, γεννηθείς εις Κόλντερε


Ο Σπύρος Σακάκος γεννήθηκε στο Κόλντερε της Μαγνησίας στη Μικρά Ασία. Όταν το 1922 ήρθε στην Ελλάδα ως πρόσφυγας, εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό της Πτολεμαΐδας και παντρεύτηκε τη θεία μου Ελένη, θυγατέρα Στέλιου Γκαλά. Απόκτησε μια κόρη, τη Σοφία και ένα γιο που πέθανε μωρό. Αρρώστησε, όμως, από φυματίωση και ψάχνοντας μια πιο υγιεινή περιοχή μετακόμισε στην Κατερίνη. Η γιαγιά μου η Λαμπρινή, το γένος Κωστή Τασσόπουλου, μη θέλοντας να αφήσει την κόρη της να ταλαιπωρείται μόνη σε ξένο μέρος, αποφάσισε να μεταφέρει στην Κατερίνη ολόκληρη την οικογένειά της. Δυστυχώς ο Σπύρος χειροτέρευσε και νοσηλεύθηκε σε σανατόριο στην Πεντέλη όπου και πέθανε σε ηλικία 27 χρονών. Η κόρη του Σοφία, σε προχωρημένη ηλικία, ζει σήμερα στην Αθήνα.
Η Ελένη, γυναίκα του Σπύρου και η κόρη του, Σοφία στην Κατερίνη

παλιότερη φωτογραφία του Σπύρου

και μια φωτογραφία της Ελένης (αριστερά), την ίδια εποχή





Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Η συγκλονιστική μαρτυρία του κολντεριώτη Δημήτρη Μαυρουδή (Τζανινά) για τα γεγονότα του ξεριζωμού (από το αρχείο του Δημήτρη Λιακάκου)

(Μαρτυρία για τον ξεριζωμό του Δημήτρη Μαυρουδή ή Τζανινά, που μετά τα γεγονότα ζούσε στο Ανατολικό Εορδαίας, όπως την είχε διηγηθεί στον δάσκαλο του Ανατολικού Γεώργιο Κ. Πουμπουλίδη περί το 1972). Από ανάρτηση του Δημήτρη Λιακάκου στο Facebook.
       Ο Δημήτριος Μαυρουδής γεννήθηκε στο Κόλντερε το 1900 και μετά το Δημοτικό πήγε στη Μαγνησία όπου έμαθε λογιστικά και δούλεψε εκεί. Είχε καλή παιδεία, μιλούσε καθαρευουσιάνικα και ήταν καλλιγράφος. Διετέλεσε για πολλά χρόνια, εδώ, γραμματέας της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών. Αναφέρει λοιπόν στη μαρτυρία του για την περίοδο 1919-1922 από τη Μαγνησία στην οποία έμενε :
στρατηγός Αν. Παπούλας
       "Από τον Μάρτιον του 1922 τα πράγματα έδειχναν ότι δεν πήγαιναν καλά και διεδίδετο ότι θα δημιουργηθεί "Εθνική Άμυνα" με αρχηγόν τον Αναστάσιον Παπούλιαν, στρατηγόν και τον Σμύρνης Χρυσόστομον και ότι η Σμύρνη θα κηρυχθεί Αυτόνομος με τοπικήν Βουλήν. Όλοι ήμασταν αισιόδοξοι και ενθουσιασμένοι εκ της διαδόσεως αυτής διότι τον Παπούλιαν τον είχαμε για πραγματικόν φίλον και προστάτη μας. 
       Όταν όμως παρητήθη και ανέλαβεν ο Στρατηγός Χατζηανέστης, επήλθεν απογοήτευσις. Ούτος, αργότερον κατεδικάσθη υπό Εκτάκτου Στρατοδικείου εις θάνατον και εξετελέσθη ως υπεύθυνος της Μικρασιατικής Καταστροφής τον Σεπτέμβριον του 1922. Ο νεοδιορισθείς Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης Στεργιάδης, έτρεφε φιλοτουρκικά αισθήματα και δεν εδέχετο τους Έλληνας εις ακρόασιν προκειμένου να του εκθέσουν την εκ μέρους των Τούρκων κακομεταχείρισίν των. Αποτέλεσμα τούτου υπήρξεν να ενθαρρυνθούν ακόμη περισσότερον οι Τούρκοι και να προβαίνουν εις βιαιοπραγίας τόσον κατά των γύρω χωρίων όσον και των απομεμακρυσμένων αστυνομικών σταθμών. Δια τούτο αυτός θα φέρει αιωνίως την κατάραν του ΜΙκρασιατικού Ελληνισμού, δια τα δεινοπαθήματα του οποίου την μεγαλυτέραν ευθύνην φέρει ούτος.
Ο Ύπατος Αρμοστής Αριστ. Στεργιάδης

       Την 21-08-1922 εντελώς απρόοπτα, ήρχισεν ο ξεσηκωμός, ο ξεριζωμός μας. Εγώ ηργαζόμην εις εμπορικόν κατάστημα εις Μαγνησίαν. Διεδόθη ότι η γραμμή του Ελληνικού Στρατού έσπασε και ότι ο Ελληνικός Στρατός οπισθοχωρεί. Ο καταστηματάρχης, πληροφορούμενος ότι η Μαγνησία αναφλέγεται, αφού αφαίρεσε από το κατάστημα ό,τι ηδύνατο να μεταφέρει, περιχύνει το κατάστημα με δοχεία πετρελαίου και το δίδει φωτιά δια να μη πέσει στα χέρια των Τούρκων.
       Από την Μαγνησίαν περνούσε η γραμμή των τραίνων που ερχόταν από το Πάνορμον και την Φιλαδέλφειαν και κατευθυνόταν προς την Σμύρνην. Τα τραίνα όμως τώρα είναι γεμάτα από στρατιώτες και πολίτες τόσους πολλούς που οι περισσότεροι, απεγνωσμένα, εκκρέμοντο από τις πόρτες και τα παράθυρα του τραίνου, άλλοι δε, είχαν ανεβεί εις το επάνω μέρος των βαγονίων. Και εμείς, προ του απογοητευτικού τούτου θεάματος, διότι βλέπαμε με τα μάτια μας την οπισθοχώρησιν του Ελληνικού Στρατού, πήραμε την απόφασιν να εγκαταλείψωμεν την Μαγνησίαν. Φορτώσαμε εις πέντε κάρα του αφεντικού μου όσα πράγματα μπορούσε να μεταφέρει και κατευθυνθήκαμε προς την παραλίαν της Σμύρνης. 
        Η Σμύρνη είχεν συγκεντρώσει σχεδόν όλον τον Ελληνισμόν της Μ. Ασίας. Τα πάντα, σπίτια και ξενοδοχεία, είχαν γεμίσει και οι περισσότεροι περιεφέροντο εις την παραλίαν μη γνωρίζοντας τι να πράξουν. Εγώ, με το αφεντικό, καταλύσαμε στο ξενοδοχείον "Μ. Ασία". Πολλοί κατευθύνθηκαν προς το ακρωτήριον Τσεσμέ. Πολλοί μπήκανε στα καράβια, όπου έμεναν πληρώνοντας. Το αφεντικό μου πλήρωσε καράβι και με τρεις άλλας οικογενείας κατευθύνθηκε προς την Ελλάδα. Εγώ παρέμεινα με την οικογένεια του θείου μου.. Εν τω μεταξύ, η μανία των Τούρκων ήδη είχε στραφεί κατά των Ελλήνων Μικρασιατών διότι εγνώριζαν ότι και αυτοί πήραν τα όπλα και πολεμούν με το μέρος του Ελληνικού Στρατού για την εκδίωξη του τουρκικού.
       Την 28ην Αυγούστου, από Μπασμαχανέ, μπήκε η φωτιά στη Σμύρνη από αγνώστους και οι Τούρκοι, επί τη ευκαιρία αυτή, άρχισαν να καίουν την πόλιν. Πολλοί Χριστιανοί που είχαν καταφύγει σε εκκλησιές, σε μοναστήρια, οι Τούρκοι, μη λογαριάζοντες ούτε ιερά ούτε όσια, τους συνελάμβανον και τους εφόνευαν. Όταν γενικεύτηκε η φωτιά, ξεχυθήκαμε πλέον εις την παραλίαν. Την ώρα που ανοίξαμε την πόρτα για να βγούμε, μίαν γυναίκα 50 ετών, εις Τούρκος πολίτης της λέγει : «Παρά τσικάρ», βγάλε χρήματα. «Γιοκ» του λέει η γυναίκα και εκείνος την σχίζει με τη λόγχη του και εν συνεχεία την πυροβολεί με το όπλο του.
Η φωτιά όμως έφτασε και εις την παραλίαν με αποτέλεσμα να καίεται από την Πούντα (βόρεια άκρα) ως Παραντάζ (νότια). Μία διεθνής περίπολος, περιφερομένη, έλεγε στους Έλληνας να αποτραβηχτούν για να μη καούν. Πολλοί πέσανε μέσα στη θάλασσα. Τα ξένα πλοία που ήταν αραγμένα δεν μας εδέχοντο. Πάρα πολλοί, επάνω εις την προσπάθειά των να σκαρφαλώσουν επάνω στα πλοία για να μη καούν, έπεσαν στη θάλασσα και επνίγησαν. Τόσον πολλά ήταν τα θύματα που κυριολεκτικά η παραλία γέμισεν από πτώματα. 
        Αφού λοιπόν δεν μπορέσαμε να φύγωμε, μας συγκέντρωσαν οι Τούρκοι και εσχημάτισαν τις λεγόμενες «Αποστολές» με τους έχοντας ηλικίαν 18-50 ετών Έλληνας. Οι πρώτες αποστολές οι οποίες απεστάλησαν προς το εσωτερικόν, εξηφανίσθησαν. Εγώ, με 80.000 – 100.000 πληθυσμού, πήγα εις Μπαλτσόβα, όπου τα έμπεδα του Ελληνικού Στρατού. Επί 4-5 βράδια διαλέγανε τα κορίτσια, τα παίρνανε, τα εκακομεταχειρίζοντο και κατόπιν τα έστελναν πίσω. Κατόπιν, εχώρισαν και εμάς, τους άνδρας τους έχοντας ηλικίαν 18-50 ετών, 6.000 περίπου και μας πήγαν πάλι εις την Σμύρνην. Είδαμε μίαν Σμύρνην ερειπωμένην. Κατά την διαδρομήν, μας είχαν αφήσει μόνον με τα εσώρουχα. Στη Σμύρνην είχαν συγκεντρωθεί οι Τούρκοι και οι Εβραίοι της περιοχής. Οι Εβραίοι μάλιστα, για να δείξουν φιλοτουρκισμό, μέσα από τα πανέρια που είχαν βάλει σπασμένα γυαλιά, τα έριχναν στον δρόμο που περνούσαμε ξυπόλυτοι. Ο δρόμος είχε βαφεί κόκκινος από το αίμα μας. Στον δρόμο μας, κατά διαστήματα, δένανε απρόοπτα σχοινιά και καθώς προχωρούσαμε ταλαιπωρημένοι, συσσωρευόμασταν σ’ εκείνα τα σημεία και πλέον, με γυαλιά και με μαχαίρια, μας έκοβαν τις σάρκες. Μεταξύ μας, είχαμε και τρεις γενειοφόρους, ασφαλώς ήσαν κληρικοί τους οποίους και έσφαξαν. Τον ένα μάλιστα, τον ξύρισαν με τενεκέ που σημαίνει γδάρσιμο. Ύστερα από τα τόσα, φτάσαμε εις Μπουρνάμπασι. Εκεί μας βάλανε εις ένα συρματοπλεγμένο χώρον. 
        Ήδη μείναμε περίπου 5.000 και βγήκαμε στον δρόμο από Σμύρνη προς Μαγνησίαν. Νέος καθώς ήμουν, επεδίωκα να είμαι από τους πρώτους της φάλαγγος. Για μια στιγμή όμως, μπροστά μου, αντίκρυσα έναν Έλληνα ξαπλωμένο με μία ρόδα επάνω στην κοιλιά του τα δε έντερά του βγαλμένα έξω.
Οι αδύνατοι που μένανε πίσω και δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν μαζί μας, μαθαίναμε ότι τους σκότωναν οι Τούρκοι στρατιώτες με την φράσιν « χασταχανές γιοτούρ», δηλαδή, «πηγαίνετέ τους στο νοσοκομείο» που σήμαινε να τους σκοτώσουν με την λόγχην. Κατά την διαδρομήν, δεν μας άφηναν να πιούμε νερό. Σε μια βρύση που φθάσαμε, πήραμε λάσπη, την βάλαμε στη φανέλα μας, τη στίψαμε και έτσι δροσίσαμε τα χείλη μας.
       Πλησιάζαμε στην Μαγνησίαν. Αν και προλαβαίναμε να μπούμε στην πόλιν δεν μπήκαμε για να ειδοποιήσουν τους Τούρκους της πόλεως να βγουν και να μας κακοποιήσουν. Το πρωί, αφού συγκεντρώθηκε ο τουρκικός λαός, μπαίναμε στην πόλιν από μια στενή οδό. Καθώς περπατούσαμε, οι Τούρκοι εσκότωναν, άλλοι με μαχαίρια και άλλοι με ξύλα, ή μας τραβούσαν από την φάλαγγα και μας εξαφάνιζαν. Ο δρόμος είχε γεμίσει από πτώματα. Μόνον περί τους 500 εγλυτώσαμε και φτάσαμε εις το προαύλιον του Δημαρχείου "Μπελεντιέ". Από εκεί, πήραν γύρω στους 100 άνδρες για να καθαρίσουν το δρόμο από τα πτώματα, χωρίς όμως να επιστρέψει κανείς από αυτούς, τους σκότωσαν. 
        Από εκεί, μας επήγαν εις ένα μέρος κλειστόν και αφού μας εγύμνωσαν τελείως, ερευνούσαν τα ρούχα μας για να βρουν χρήματα. Εν συνεχεία, μας πήγαν εις το "γεμίς χαν" όπου βρήκαμε και άλλους αιχμαλώτους. Είχε ένα συντριβάνι που το φύλαγαν τρεις στρατιώται και δεν άφηναν κανένα να πιεί νερό. Οι περισσότεροι είχαν πάθει αφυδάτωση και πέθαιναν από αυτήν. Το συντριβάνι γύρω-γύρω, είχε γεμίσει από πτώματα. Η αυλή ήταν περιτοιχισμένη από χοντρό τοίχο. Πολλοί αντελήφθησαν ότι εντός του τοίχου υπήρχαν σωληνώσεις νερού. Έτσι, κρυφά, άνοιξαν οπές και κατόρθωσαν να πιούν λίγο νερό και αρκετοί εσώθησαν. Ο θείος μου που είχε κατορθώσει να κρύψει 50 χάρτινες λίρες, τις έδωσε εις τον Τούρκον σκοπόν και του εκείνος του έδωσε ένα δοχείο νερού που το ήπιαμε τρία άτομα, Τόσο πολύ είχαμε διψάσει. Όσοι μείναμε μας πήγανε σε άλλον χώρον, Τεντιέ. Και ενώ υπήρχε χαμηλά μια βρύση, την ανέβασαν υψηλά. Καθώς δε έπεφτε το νερό από ψηλά σαν βροχή, προσπαθούσαμε να πιούμε όλοι πηδώντας ο ένας πάνω στον άλλο.
       Μετά από αυτά, οι της περιοχής της Μαγνησίας, μας πήραν και μας πήγαν έξω από την πόλιν, 2 χιλιόμετρα μακριά για να μας εκτελέσουν. Μας εγονάτισαν δίπλα στο ποτάμι και ενώ ήταν όλα έτοιμα, μας είχαν βάλει να γονατίσωμεν, φθάνει ένας Τούρκος αξιωματικός, παρουσιάζει ένα χαρτί και μας λέγουν να εγερθώμεν. Μάλλον μας είχε δοθεί χάρη.
       Από εκεί μας βγάζουν στο δρόμο που οδηγεί εις Αϊδίνιον. Καθ' οδόν, πλησιάζομε το χωριό Νυμφαίον. Στην άκρη του χωριού είδαμε δύο σωρούς μεγάλους από καμμένα ανθρώπινα πτώματα. Οι Τούρκοι, δείχνοντάς μας τους σωρούς, μας λένε : "Και σας το ίδιο θα κάνουμε". Όταν μπήκαμε στο χωριό, μας πήγαν στην εκκλησία του χωριού που μόνον οι τοίχοι της μείναν. Δίπλα μου είδα τον Τούρκο να βγάζει με την ξιφολόγχη του το χρυσό δόντι του πατριώτου μου.
       Περνώντας από το αμέσως επόμενο χωριό, οι Τούρκοι βγήκανε, ορμούσαν και σκότωναν όσους μπορούσε ο καθένας. Οι αιχμάλωτοι, δια να σωθούν, διελύθησαν. Ο Τούρκος λοχίας τότε, αναγκάστηκε να πυροβολεί τους κατοίκους στα πόδια για να σταματήσουν. Πολλοί από μας, φύγαν. Πριν φτάσουμε στα Θήρα, ο αξιωματικός έδωσε εντολή τα πάντα εντός της πόλεως να είναι κλειστά, ώστε να μην ορμήσουν οι Τούρκοι και διαλύσουν τους αιχμαλώτους. Αυτό και έγινε. Πλην όμως, οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού διεμαρτυρήθησαν στον ανώτερό τους. Γι αυτό τους επέτρεψαν την επομένην που θα βγαίναμε να μας κακοποιήσουν. Καθώς βγαίναμε μας κυνηγούσαν οι Τούρκοι. Καθώς δε ήταν ανήφορος, πολλοί πέσανε και οι Τούρκοι τους σκότωσαν. Εμένα με χτύπησαν με ένα σίδερο στο χέρι που με πονούσε επί 2-4 μήνες.
Την άλλη μέρα, φτάσαμε στο Αϊδίνιον. Αξιωματικός μας έβαλε να τραγουδάμε το τραγούδι του Κεμάλ για να μη μας πειράξουν οι Τούρκοι. Και, πραγματικά, δεν μας πείραξαν. Μας έκλεισαν σε μια αποθήκη και εκεί προσπαθούσαμε να χορτάσομε με τους ολίγους σπόρους που βρίσκαμε..."