Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Από το Κόλντερε της Σμύρνης στο Ανατολικό. Το χρονικό του ξεριζωμού. (Άρθρο του Παναγιώτη Μωϋσιάδη στο e-ptolemeos.gr)

   
Ο Στέλιος Τσακιράκος με την τοπική ενδυμασία του Κόλντερε, στο Ανατολικό της Πτολεμαΐδας

 Αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου, την τραγική είδηση της άτακτης οπισθοχώρησης του ελληνικού στρατού και την επέλαση των Τούρκων προς την Σμύρνη έφερε στο χωριό του, το Κόλντερε, ο στρατιώτης Διονύσης …….., που με κίνδυνο της ζωής του διένυσε με θάρρος 400 περίπου χιλιόμετρα από την κόλαση του μετώπου στα υψώματα του Καλέ- Κρότο, προκειμένου να ειδοποιήσει τους συγχωριανούς του Κολντεριώτες να φύγουν  γρήγορα  για να γλιτώσουν από βέβαιη σφαγή. 
Το άλογο του Διονύση έβγαζε αφρούς από το στόμα λες και γνώριζε τη σκέψη του αφεντικού του. Θαρρείς και συνειδητοποιούσε τη μεγάλη ευθύνη και την αγωνία της στιγμής.
     Μόλις έφτασε στο χωριό, περιδιάβηκε έφιππος όλα τα σπίτια και φώναζε με όλη τη δύναμη της ψυχής του : φευγάτεεεε… φευγάτεεε…. Οι Τούρκοι σφάζουν κι έρχονται. Φευγάτε… Φευγάτε, σας λέω, φευγάτε να προλάβετε!! Οι Τούρκοι έγιναν άγρια θηρία, δεν αφήνουν ούτε μικρά παιδιά…!
Πολλοί δεν θέλησαν να τον πιστέψουν…
-Μα πώς είναι δυνατόν, Διονύση, να έπεσε το μέτωπο; Και ο ελληνικός στρατός τι κάνει; Δεν είναι δυνατόν να  μας αφήσει στα χέρια των Τούρκων!….
-Φύγετε, σας λέω, φύγετε… ο στρατός διαλύθηκε… οι στρατιώτες πετάνε τα όπλα και όπου φύγει φύγει.  Ο Θεός μάρτυράς μου, φύγετε να γλυτώσετε. Εγώ πώς ξέφυγα μόνο ο Θεός το ξεύρει.
Μα, Διονύση, να πάρουμε μερικά πράγματα μαζί μας. Πώς θα ζήσουμε εκεί στη Σμύρνη χωρίς τίποτα, με άδεια τα χέρια;
     Κάποιοι τον πίστεψαν, έτρεξαν, πήραν στην πλάτη τους λίγο ψωμί, λίγο αλεύρι, και ξεχύθηκαν στον δρόμο για τη Σμύρνη. Κάποιοι άλλοι φόρτωσαν στα ζωντανά κουβέρτες, παπλώματα, ρούχα κι ό,τι άλλο πρόλαβαν να πάρουν, το μεγάλο βιός τους όμως, με τα σταφύλια απλωμένα στ’ αλώνια και τα γεννήματα γεμάτα στ’ αμπάρια, τ’ άφησαν πίσω. Γνώριζαν το μίσος της Τουρκιάς. Οι Τούρκοι ποτέ δεν έπαψαν να τους απειλούν, ακόμα και όταν ο ελληνικός στρατός βρίσκονταν έξω από το Κόλντερε.
     Ήρθε η στιγμή, που όλοι απεύχονταν και τρόμαζαν μόνο με τη σκέψη της. Ήρθε η στιγμή, που μπροστά στη  σωτηρία τους οι άνθρωποι και οι ψυχές απέκτησαν δύναμη και ενστικτωδώς σε λίγα μόνο λεπτά της ώρας χιλιάδες άνθρωποι άφησαν τις πόρτες των σπιτιών τους ανοιχτές και ξεχύθηκαν σαν ποτάμι στον δρόμο για τη Μαγνησία και από εκεί για τη Σμύρνη. Τις ώρες αυτές του σπαραγμού και του φόβου, όπου οι ειδήσεις και οι πληροφορίες μεταφέρονται διανθισμένες με εικόνες της κόλασης του Δάντη, δεν υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να αντισταθούν στο  αίσθημα του φόβου, που κόβει το αίμα και τη μιλιά.
     Χιλιάδες ανυποψίαστοι Ρωμιοί, μαζί με αυτούς και οι Κολντεριώτες, πήραν το δρόμο της φυγής και του γλιτωμού. Δεν σκέφτονταν τίποτα παρά μόνο τα λόγια του Διονύση, που ηχούσαν στ’ αυτιά τους σαν σειρήνες πολέμου: -Φευγάτε... Φευγάτε... Δυστυχώς το ελληνικό κράτος, από το 1919 που άρχισε ο πόλεμος, μέχρι και τούτη τη στιγμή, δεν φρόντισε να οργανώσει κανένα σχέδιο προστασίας του πανάρχαιου ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Δεν είχε προνοήσει τρόπους έγκαιρης προειδοποίησης και διάσωσης για τα γυναικόπαιδα και τους γέρους. Το μόνο τους μέλημα ήταν η διάσωση των πολιτικών και των στρατιωτικών ιθυνόντων, που με συμμαχικά πλεούμενα φρόντισαν να τους απομακρύνουν έγκαιρα.
     Οι  Κολντεριώτες, ενθαρρυμένοι από τα λόγια του Πλαστήρα «Θα πιούμε καφέ στην κόκκινη μηλιά», που για τρεις μήνες τον φιλοξενούσαν στο χωριό τους, δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν αυτήν τη μεγάλη καταστροφή.  Οι πιο πολλοί πίστευαν πως θα πάνε μέχρι τη Σμύρνη, θα καθίσουν για λίγο και θα επιστρέψουν και πάλι στα σπίτια τους.
     Τι τραγική ειρωνεία! Αυτός ο λαός της Ιωνίας έζησε πολέμους, αντιμετώπισε λογής-λογής  κατακτητές, μάτωσε αλλά έζησε και παρέμεινε στον τόπο του.  Άρχοντας και νοικοκύρης εξόρκισε το κακό και τον διάβολο, πολέμησε και συμβιβάστηκε με τη μοίρα του και τον κατακτητή, κράτησε όμως βαθιά στην ψυχή του τη γνώση και τις μνήμες, διατήρησε την ταυτότητα και τον πολιτισμό του. Ξεπέρασε τον δυνάστη και τον κατακτητή του. Πώς ήταν δυνατόν τώρα να πεταχτεί στη θάλασσα σαν άχρηστη πραμάτεια, που δεν τη θέλει κανείς; Και δεν τη σπλαχνίζεται ούτε κι αυτός ο Θεός…
     Οι πρώτοι Τούρκοι τσέτες άρχισαν ήδη να λεηλατούν, να βιάζουν γυναίκες και να σφάζουν... Τα γυναικόπαιδα, στριμωγμένα στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής, προσεύχονταν για τη σωτηρία τους. Ο Έλληνας ύπατος αρμοστής της Σμύρνης, Αριστείδης Στεργιάδης,  είχε φροντίσει να φύγει εγκαταλείποντας τον λαό του στα χέρια των Τούρκων. Ο ελληνικός στρατός διαλυμένος και εγκαταλειμμένος από την ηγεσία του, εγκαταλείπει τη Σμύρνη και δια μέσου της χερσονήσου του Τσεσμέ περνάει απέναντι, στη Χίο.
     Ο τουρκικός όχλος και ο στρατός που καταφθάνει επιδίδεται, για τρεις ημέρες και νύχτες, σε βαρβαρότητες και βανδαλισμούς, που θα αφήσουν αδιάφορους τους (συμμάχους) και φίλους μας Άγγλους, Γάλλους και Αμερικανούς… Και ενώ τα γυναικόπαιδα σφάζονται και βιάζονται, οι σύμμαχοι, ως άλλοι Νέρωνες, θα πίνουν τις ακριβές σαμπάνιες  και θα γεύονται τα σπάνια χαβιάρια ολοκληρώνοντας έτσι το παράλογο σκηνικό μιας εθνικής καταστροφής, γεμάτης ντροπή και καταισχύνη.
     Ο Φώτης Δεληδήμος, μικρό  και τρομαγμένο παιδί τότε, μόλις γλύτωσε από την σφαγή στον Τσεσμέ, σκεπάστηκε κάτω από τις κουβέρτες φοβισμένο, μόλις αντίκρισε τρεις  αγριεμένους τσέτες να αρπάζουν όμορφα  κορίτσια μέσα από το πλήθος των γυναικών, που ήταν στοιβαγμένες στην προκυμαία της Σμύρνης.
Μόλις ξεχώρισαν δύο  κορίτσια τα άρπαξαν από δίπλα του και τα ανέβασαν στα άλογα. Πάνε ν’ αρπάξουν και  ένα τρίτο, φεύγοντας τότε η μάνα του, μια ψυχωμένη Σμυρνιά σηκώνεται  και, αφού βγάζει το τσεμπέρι από τα μαλλιά της,  λέει στους ακόλαστους τσέτες…. «Αφήστε το κορίτσι και πάρτε εμένα».  Ένα ειρωνικό χαμόγελο φώτισε τα χείλη των Τούρκων, κάτι είπαν μεταξύ τους και αμέσως τράβηξαν με δύναμη τη δύστυχη μάνα και χάθηκαν προς τους τουρκικούς στρατώνες… Την άλλη μέρα τα βιασμένα ομαδικά κορίτσια  πετάχτηκαν αιμόφυρτα  κοντά στην προκυμαία της Σμύρνης... Ντροπή και καταισχύνη για το ανθρώπινο είδος…  Οι μεγαλύτερες γυναίκες,  όπως μου αφηγήθηκε με κλαμένα μάτια ο μπάρμπα Φώτης, έκαψαν  αμέσως  λίγα  ξύλα  και με τη στάχτη φρόντισαν τα τρομαγμένα  και ντροπιασμένα κορίτσια, που σκέπασαν το πρόσωπό τους για να μην βλέπουν τη βαρβαρότητα του εχθρού και την ασπλαχνία των φίλων.
     Ύστερα  από αυτό το αποτρόπαιο γεγονός,  που αντίκρισαν  οι κολντεριώτισσες μάνες, μάζεψαν όλα τα κορίτσια τους  και αποφάσισαν κάτι  τρομακτικό σε δύναμη ψυχής. Έβαλαν τα κορίτσια τους στην άκρη της θάλασσας με σκοπό, αν ξανάρθουν οι τσέτες… να τα σπρώξουν στη θάλασσα και να πνιγούν…!
Καλύτερα νεκρά και καθαγιασμένα παρά ατιμασμένα και βρώμικα…!
     Και είπαν πολλά εκείνο το βράδυ στο καζάνι με τα τσίπουρα.  Ίσως το περιβάλλον ίσως λίγο το ρακί, που λύνει πολλές φορές τη γλώσσα της ψυχής, έκαναν τους λεβεντόγερους Σμυρνιούς, τον μπάρμπα-Σωτήρη, τον Μιμικάκο και τον μπάρμπα-Φώτη τον Δεληδήμο, να μιλήσουν. Μα αυτή δεν ήταν εξιστόρηση, ήταν μια πραγματική καταδίκη στους ενόχους.
"-Ρε  Φώτη," θα πει και θα ξαναπεί ο μπάρμπα-Σωτήρης:  "θυμάσαι βρε, πώς μούγκριζαν τα ζα  στο μαντρί;  Μα πώς μούγκριζαν έτσι τα αναθεματισμένα. Θαρρείς και κατάλαβαν την καταστροφή. Πίστεψέ με, μα τον Θεό, κάθε φορά που θυμάμαι τα μουγκρητά και τα χλίμητρα των ζωντανών ντρέπομαι, που τ’ άφκαμε και φύγαμε…. Τι να ‘γινε, ρε  Σωτήρ’, ο γερό-Τσαούσης; Η κυρά μαμή; Ο γερο-Θεοχαράκος; Θυμάμαι, όταν φεύγαμε, μας αγκάλιασε και μας φίλησε ούλους".
Κατάλαβε, ότι όπου να ‘ναι θα έρθουν οι Τούρκοι και δεν θα συγχωρήσουν την παλικαριά του. Δεν θ’ ανεχθούν τον γέρο γκιαούρη που δεν το ‘βαλε στα πόδια  αλλά παρέμεινε στο αγαπημένο του χωριό, εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε, εκεί που παντρεύτηκε κι έκανε  παιδιά και βιος. Χίλια στρέμματα, χίλια  γιδοπρόβατα. Τσαούσης στ’ όνομα και στην ψυχή ξεπροβόδισε τους χωριανούς και με ψυχή λιονταρίσια περίμενε το μαρτυρικό του τέλος. Την άλλη μέρα ληστότουρκοι τσέτες μπήκαν στο Κόλντερε. Το ήξεραν από παλιά, γιατί πολλές φορές επιχείρησαν να το ληστέψουν, μα οι Κολντεριώτες, παλιοί Μανιάτες, ήξεραν να πολεμούν και να αμύνονται…
Οι Τούρκοι τσέτες, οι πιο πολλοί από τα γύρω χωριά, ήξεραν τους Τσαουσαίους. Τράβηξαν ευθεία προς το κονάκι τους, ένα διώροφο αρχοντικό με τα κελάρια γεμάτα μπαξεβανικά, λουκάνικα και παστουρμάδες.
Ένα αρνί τη βδομάδα έσφαζε ο Τσαούσ –αφέντης για να φάνε οι Τούρκοι εργάτες, που είχε στη δούλεψή του.
Άρχοντας με τ’ όνομα και τη χάρη. Οι Τούρκοι στην περιοχή όλοι τον σέβονταν και λογάριαζαν το χατίρι του. Δίκαιος και νουνεχής ο άρχοντας Τσαούσης  βόηθαγε με το έχει του Τούρκους και Ρωμιούς… Μα τώρα, στη δύσκολη αυτή ώρα δεν ακολούθησε τη μοίρα της ράτσας. Πήρε την απόφαση να μείνει φύλακας του χωριού, που τόσο αγάπησε. Το Κόλδερε γι’ αυτόν ήταν η ίδια του η ζωή. 
     Κίνησε με θάρρος για το σπίτι του Τούρκου μπέη και  χτύπησε την πόρτα. Αφού τον χαιρέτησε με ευγένεια,  στάθηκε μπροστά του, τον κοίταξε στα μάτια αμίλητος περιμένοντας το καλωσόρισμα. Ο Μεμέτ –μπέης τον καλωσόρισε και του είπε: "Πες μου τι θέλεις  μπάρμπα-Γιώργο". "Φίλε Μεμέτ, είδες πως τα έφερε ο Αλλάχ;  Τώρα η ζωή μου και η μοίρα της οικογένειάς μου βρίσκεται στα χέρια σου. Ξέρω ότι είσαι καλός άνθρωπος και ο θεός θα στο ανταμείψει… Τόσα χρόνια σε προστάτεψα εσένα και τη φαμίλια σου. Ό,τι με ζήτησες στο πρόσφερα. Για μένα ήσουν αδελφός και φίλος… τώρα ήρθε η ώρα να κάνεις κι εσύ το καλό. Προστάτεψε την οικογένειά μου, να γλυτώσει απ’ αυτήν την μπόρα και όλο μου το βιός ας είναι δικό σου...!  Τώρα η ζωή μας είναι στα χέρια σου, κάνε το καλό και ο Αλλάχ θα στο ανταποδώσει".
     Ο Μεμέτ-μπέης, ένας καλόκαρδος Τούρκος, χωρίς δεύτερη κουβέντα πλησίασε τον γέρο Τσαούση, τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και  υποσχέθηκε να τον βοηθήσει με κάθε τρόπο. Φώναξε αμέσως τα παιδιά του και αφού φόρτωσαν τα πράγματα στα κάρα, τον συνόδευσε  στη Σμύρνη μέχρι την επιβίβαση της οικογένειάς του στο καράβι. Εκεί στην προκυμαία  ο Μεμέτ-μπεης πλησίασε τον επικεφαλής της τουρκικής φρουράς και αφού του εξήγησε ότι η οικογένεια που συνοδεύει είναι φίλοι του και καλοί άνθρωποι, του έδωσε ένα μαντίλι  στο χέρι με 5 λίρες…!
     Έτσι πέρασε όλη η οικογένεια  του μπάρμπα-Τσαούση στο παπόρι παίρνοντας μαζί της και μερικά πράγματα  που τους επέτρεψαν οι Τούρκοι, όπως  ποτήρια πορσελάνης, ασημικά σκεύη, μετάξινα τραπεζομάντιλα και στρωσίδια,  τραγικά απομεινάρια ενός πλούτου και ενός πολιτισμού, που οι Ρωμιοί της Σμύρνης και της Ιωνίας μπόρεσαν να δημιουργήσουν μέσα σε συνθήκες βίας και καταπίεσης. Αυτή τη μικρή πραμάτεια μπόρεσαν να διασώσουν οι φυγάδες του Κόλδερε... Όλοι οι άλλοι ήρθαν στην πατρίδα γυμνοί και ρακένδυτοι, με την ψυχή στο στόμα, θύματα μιας στρατιωτικής ήττας, ζυμωμένης με αίμα και πετρέλαιο στα αθηναϊκά σαλόνια της πολιτικής ανεπάρκειας…
     Ο μπάρμπα-Γιώργος  Τσαούσης όμως δεν ανεβαίνει στο καράβι. Δεν το σηκώνει η καρδιά του να αφήσει τον τόπο και την πατρίδα που γεννήθηκε και έζησε,  που έφτιαξε το βιός και το έχει του. Θέλει να ξαναγυρίσει στα ζωντανά που τον περιμένουν. Παρακάλεσε τον Μεμέτ να τον πάει πίσω  στο χωριό. Ο Μεμέτ του λέει και του ξαναλέει: "Γιαούρ –Γιώργο, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Φύγε μα τον Αλλάχ, ο Κεμάλ είναι πολύ εξαγριωμένος... φύγε, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται, μπορεί να σε σκοτώσουν…"
Ο μπάρμπα-Γιώργος γέλασε  προς στιγμή και αφού κοίταξε για τελευταία φορά τη γυναίκα και τα παιδιά του πάνω στο καράβι του γλυτωμού, του είπε: "Τώρα Μεμέτ-αφέντη, αν θέλει ο Θεός, ας πεθάνω. Το χρέος μου το έκανα. Τίποτα  άλλο δε θέλω από σένα. Σε ευχαριστώ! Ο Θεός να σου δώσει ό,τι θελήσεις…" Αυτά είπε  και ανέβηκε στο κάρο για να επιστρέψει στον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε, ανδρώθηκε και πρόκοψε. Στο Κόλδερε της ψυχής και της ζωής. Εκεί αποφάσισε να αφήσει το πονεμένο του κορμί, για να ακούει το θρόισμα των πλατανόφυλλων και τη βοή από το κύλισμα των νερών του Κόλντερε.
     Πολλές φορές η ηρωική επιστροφή και ο θάνατος είναι καλύτερος από τη φυγή και το ξερίζωμα. Ποιος ξέρει την αλήθεια, ποιος μπορεί να διαβάσει τη γλώσσα της ψυχής, που αντιστέκεται σε κάθε  ανθρώπινη βαρβαρότητα. Ήρεμος και αμίλητος ο ήρωας του Κόλντερε επιστρέψει μόνος και ξένος στο σπιτικό του. Εκεί θα παραμείνει αμίλητος και πεινασμένος παρακολουθώντας σιωπηλά από το παράθυρο τους Τούρκους να λεηλατούν το βιος του…
     Κάποιο πρωινό εξαγριωμένοι Τούρκοι τσέτες μπαίνουν στο σπίτι του, τον πιάνουν και τον βασανίζουν ζητώντας τον κρυμμένες λίρες. Έτσι αιμόφυρτο τον σέρνουν μέχρι το γεροπλάτανο της πλατείας, μπροστά στο καφενείο του Αντωνάκου. Και  εκεί μπροστά στα μάτια των συγκεντρωμένων Τούρκων τον κρεμούν βρίζοντάς τον, «Ποιος είσαι εσύ, γκιαούρη, που πρόσβαλες τον Κεμάλ και σήκωσες το ανάστημά σου  στη μεγάλη πατρίδα...»
     Ο μπάρμπα-Γιώργος έμεινε στην πατρίδα… έτσι το θέλησε η ψυχή του. Ο Τούρκος Μεμέτ πήρε το σώμα του και το έθαψε στο ελληνικό νεκροταφείο. Ευτυχώς  που μέσα στη βία και στον εξανδραποδισμό του πολέμου πάντα υπάρχουν βιώματα που προσθέτουν  ανάσες ζωής στον άνθρωπο, που πέρα από θρησκείες και πατρίδες μπορεί να περηφανεύεται, ότι είναι πρώτα άνθρωπος…!
     Η οικογένεια του Γιώργου Τσαούση εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό της Πτολεμαΐδας μαζί με τις περισσότερες οικογένειες από το Κόλντερε.
     Αλήθεια πόσες και πόσες αληθινές ιστορίες, γεμάτες  αγάπη και αισθήματα, εικόνες, δύναμη ψυχής χάθηκαν στον χρόνο και τη λήθη; Πόσα γεγονότα μνήμης και ζωής τα ξεθώριασε η νεοελληνική πολιτική της λήθης και της σιωπής;


Πηγή: e-ptolemeos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου