Διηγούνται, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις του Δημήτρη Λιακάκου, οι :
Δημήτρης Χατζηγιαννάκος, Βασίλης Δεληδήμος, Βασίλης Τσακιράκος και
Δημήτρης Μαυρουδής.
*
Δημήτρης Χατζηγιαννάκος: «Το Κόλντερε ανήκε στο βιλαέτι Σμύρνης
και στο σαντζάκι Μαγνησίας. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Εφέσου.
Βρισκόταν ανατολικά της Μαγνησίας σε απόσταση 18 περίπου χιλιομέτρων. Από τη
Μαγνησία προς το Κόλντερε, υπήρχαν δύο δρόμοι. Ο πρώτος περνούσε από το Καραγασλί,
ΒΑ της Μαγνησίας. Μετά από μία καμπή του δρόμου, περνούσαμε το ποτάμι Κουμ-τσά
και ένα χιλιόμετρο μετά συναντούσαμε το Μετεβελί, Μετά από πέντε χιλιόμετρα
περίπου, προς τα ΒΔ, φτάναμε στο Κόλντερε. Αυτός ήταν ο χειμωνιάτικος δρόμος.
Ο δεύτερος δρόμος ήταν συντομότερος, περίπου 15 χιλιόμετρα.
Πηγαίναμε ανατολικά, περνούσαμε το Νυφ-τσάι, φτάναμε στο Γεντίζ-τσά και μετά
στο χωριό Χαρμανταλί. Μετά το Χαρμανταλί στο χωριό Τσαούσογλου, στο Φίλιο και καταλήγαμε
στο Κόλντερε. Στα έξι χιλιόμετρα ΒΑ, ήταν τα Καραγιατζίδικα και μετά το
Παπασλί, χωριά όλα ελληνικά, εκτός από τα Καραγιατζίδικα που κατοικούνταν από
Γιουρούκους (Τούρκους κτηνοτρόφους που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Βόρεια, στα
πέντε χιλιόμετρα οι Κολντεριώτες είχαν μεγάλες εκτάσεις για καλλιέργειες. Αυτές
συνόρευαν με τις εκτάσεις του μεγαλοτσιφλικά Χαλίτ-πασά και τις διέσχιζε το
ποτάμι Γκιοκσέ που είχε συνεχή ροή. Σ’ αυτό υπήρχαν δύο νερόμυλοι, ο ένας
ιδιοκτησίας του πασά και ο άλλος του Μετεβελιού που διέθεταν πέντε μυλόπετρες ο
καθένας.
Στα ανατολικά του Κόλντερε, στο βουνό, υπήρχε το Ιλάν-τας (=
«φιδόπετρα» με πολλές φιδοφωλιές και στους πρόποδες 60 σπίτια, τα «Τσαπάρκα». Εκεί ήταν και η «Μεγάλη Βρύση»,
η «Τουρκομενιά», όπου πότιζαν τις καμήλες, τα άλογα και τα πρόβατα.»
*
Βασίλης Δεληδήμος: «Στα 350-400 μ. υψόμετρο, στο
Ιλάν-τας, υπήρχε ο ανεμόμυλος και κοντά (στα 100 μ.) η εκκλησία του Άη-Λια.
Βγαίνοντας από το χωριό προς τα ανατολικά, στα 200 μ. υπήρχε η «Οξώβρυση»,
μέτρια σε μέγεθος και πολύ κρύο νερό και μετά ο πρώτος Ομπάς (μικροσυνοικισμοί
καμηλιέρηδων και αγωγιατών). Από τη βρύση αυτή ξεκινούσαν δύο δρόμοι : Ο ένας
προς τα Β. προς την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, στα 300 μ. μέσα από μια
μικρή χαράδρα. Ο άλλος προς τα Ν. είχε κατεύθυνση προς τον Αη-Λιά. Μετά τον
ανεμόμυλο, φτάναμε στο κοινόχρηστο λατομείο όπου με πρωτόγονα μέσα έβγαζαν τις
πέτρες, ελεύθερα και για κάθε χρήση. Νότια του Κόλντερε, στα 3,5 χλμ, υπήρχαν τα
τουρκικά χωριά Γιουρμουντζαλί (αρκετά μεγάλο), το Σινερλί, περνούσαμε το
Γεντίζ-τσάι που το χειμώνα συχνά υπερχείλιζε σε σημείο να είναι απροσπέλαστο
αλλά υπήρχε μία μεγάλη σχεδία που σήκωνε κάρα και μεγάλα ζώα και πηγαίναμε στον
Κασαμπά, για την αγορά. Πριν τον Κασαμπά υπήρχαν κι άλλοι Ομπάδες.
Στα ΝΔ, στα τρία χλμ, υπήρχε το τουρκικό χωριό Ντερέκιοϊ (από
τις αρχαίες κολώνες, («ντερέκια»), όπου υπήρχαν πολλά αρχαιολογικά ευρήματα από
την εποχή του Δαρείου του Α (αγγεία, σκεύη, όπλα, αγαλματίδια, προτομές κλπ).
Το μεγαλύτερο χωριό ήταν το Κόλντερε, μετά το πολύ πλούσιο και καταπράσινο
Παπασλί, το Μετεβελί, το Γιουρμουντζαλί και το Ντερέκιοϊ».
*
Βασίλης Τσακιράκος: «Να σας ειπώ για τις βρύσες που θυμάμαι. Μέσα στο χωριό, η μεγαλύτερη
ήταν η «Χαβούζα» στην πλατεία, με 12 κάνουλες, κυκλική. Δίπλα ένας θεριακωμένος
πλάτανος, το «Γκιαούρ-αγάτς» (=το δένδρο των απίστων, το έλεγαν οι Τούρκοι)
ηλικίας όσης και του Κόλντερε, τέσσεροι
νοματαίοι μπορούσαν να το αγκαλιάσουν όπου οι Τούρκοι Τσέτες κρέμασαν τους 23
που έμειναν μετά το φευγιό μας στα νιάημερα της Παναγιάς (= 24 Αυγ. του 1922)
και μετά τον έκοψαν και τον έκαψαν.. Η άλλη ήταν η «Βρυσούλα», στο «Σαζ-μαχαλά»
(σαζ=καλάμι), η «Βρύση του Γκόγκου», η «Καινούργια», και της «Εκκλησάς» που
είχε κι αυτή μικρό συντριβάνι. Στον κάμπο, υπήρχε η «Ξερόβρυση», με πολύ λίγο
νερό, μαρμάρινο κάνταλο και πολλές βδέλλες, βόρεια, προς το Μετεβελί. Υπήρχαν
και πολλά πηγάδια : Του Κολοβού (Κολοβάκου), του Μηνά (Μηνάκου), του Μοκά, του
Τριαντάφυλλου, του Χατζηδήμου του Γκούμα, με μέσο βάθος τα τρία μέτρα.
Στον κάμπο, στα Δ. στην τοποθεσία «Γκερένια» υπήρχε το
«Κεραμιδαριό» (κεραμοποιείο) του Στυλιάνη που δούλευε πάρα πολύ καλά, με πελατεία
από όλα τα γύρω χωριά. Στα ΝΔ υπήρχε η «Κούλα», εξοχικός τόπος μέσα στους
αμπελώνες κι εκεί πήγαιναν εκδρομές τα σχολεία. Δέσποζε το πολυτελές σπίτι του
Τσακίρη (Τσακιράκου), που ήταν μέσα στο πράσινο και είχε κι ένα μαγκανοπήγαδο με
άλογο. ΝΔ, στο 1,5 χλμ, σε μια έκταση 5-7 στρεμ., ήταν το «Τοκάκι» όπου
στάβλιζαν τα γελάδια του χωριού. Μια άλλη κούλα ήταν του Χατζηαναστάση, κι αυτή
μέσα στ’ αμπέλια, ίδια με του Τσακίρη.
*
Δημήτρης Μαυρουδής: «Στα Β.Δ. του χωριού, στο 1,5
χλμ. υπήρχε ο «Τεπές» (=Λόφος), τεχνητός
που χρησίμευε στην αρχαιότητα για σηματοδότης (βλ. «φρυκτωρίες). Εκεί οι
καλλιεργητές, κυρίως της οικογένειας των Δεληδημαίων που κατείχαν 16 στρεμ.
γύρω από τον Τεπέ, εύρισκαν πιθάρια, σταμνάκια ζωγραφιστά, αγαλματίδια,
δαχτυλίδια. Εκεί ο Απόστολος Δεληδήμος, (ο πατέρας του Κώστα και του Φώτη
Δεληδήμου) οργώνοντας, βρήκε μια χρυσή σαύρα σε φυσικό μέγεθος που τη
χρησιμοποίησε για βέρες και δαχτυλίδια όταν παντρεύτηκε ο γιος του Γιώργος.
Αυτός (ο Γιώργος) βρήκε και ένα χρυσό αστέρι με χαραγμένα γράμματα επάνω και
μία παράσταση. Άλλος, ίδιος τεπές, υπήρχε στο Μετεβελί, ο «Ομάλ Τεπές» και ΒΑ ο
«Μπουρμά Τεπές». Στα Β υπήρχαν τα «Ντορτ Τεπεδια») (τέσσερις λόφοι).
Το Φίλιο και το Ντερέκιοϊ «υπάγονταν» στο Κόλντερε. Ο κάμπος
των τριών χωριών είχε έκταση 120.000 τουρκικών στρεμ. δηλαδή 160.000 σημερινά
στρέμματα. Οι περιοχές του κάμπου – τοπωνύμια -λέγονταν :
«Τας-κιοπρού», (= πέτρινο γεφύρι), «Του παλαβού τα ντάμια»
(ντάμι= σταύλος), «Τσατάλι» (=σταυροδρόμι, διακλάδωση, προς το Παπαζλί), τα
«Ντορτ-Τεπάδια», το «Ανάθεμα», Τα «Αραραίικα», «Του Καντάρα οι ελιές»,, η
«Ξερόβρυση», τα «Μπαλκάμια», τα «Γκερένια», τα «Καραγάτσιλα» οι «Τσαϊές», τα
«Γιαμάκια», τα «Παλιάγιλα», «Του Μηνά το Πηγάδι», οι «Αγκορτσιές», το «Πηγάδι
του Μούτογλου», η «Αρκουδοράχη», «Του Μπράμ-αγα η βρύση» κι η «Πικροδάφνη»
(ρέμα)…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου