Η κ. Γεωργία Καριακλή διέσωσε γραπτά έναν από τους λαϊκούς θρήνους της Μεγάλης Εβδομάδας. Τον έψαλλαν οι γυναίκες της Σμύρνης, όταν "ξενυχτούσαν" τον Χριστό και στόλιζαν τον Επιτάφιο, τη Μεγάλη Πέμπτη. Ο θρήνος αυτός έφτασε στην κ. Καριακλή, μέσω της μητέρας της, από την Μικρασιάτισσα προγιαγιά της.
Τώρα είναι Αγιά Σαρακοστή, τώρα αγιάζουν
μέρες.
Που λειτουργούν οι Εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες.
Και λένε το «Άγιος ο Θεός και το Άγιο Κύριε Ελέησον».
Όποιος το λέει σώζεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει.
Κι όποιος το καλοαφουγκρασθεί Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λιβανιές και στου Χριστού την πόρτα,
καθότανε η Παναγιά μόνη και μοναχή της.
Την Προσευχή της έκανε για τον Μονογενή της.
Που λειτουργούν οι Εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες.
Και λένε το «Άγιος ο Θεός και το Άγιο Κύριε Ελέησον».
Όποιος το λέει σώζεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει.
Κι όποιος το καλοαφουγκρασθεί Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λιβανιές και στου Χριστού την πόρτα,
καθότανε η Παναγιά μόνη και μοναχή της.
Την Προσευχή της έκανε για τον Μονογενή της.
cd
Ακούει αστραπές ακούει βροντές και
ταραχές μεγάλες.
Κάνει να βγει στην πόρτα της, βγαίνει στο παραθύρι.
Ο Άγιος Γιάννης έρχεται κλαμένος και δαρμένος.
«Τι έχεις Γιάννη μ' κι έρχεσαι κλαμένος και δαρμένος;»
«Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω.
Μήτε η καρδιά μου το κρατά να σου τ’ ομολογήσω.
Τον δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι».
Κάνει να βγει στην πόρτα της, βγαίνει στο παραθύρι.
Ο Άγιος Γιάννης έρχεται κλαμένος και δαρμένος.
«Τι έχεις Γιάννη μ' κι έρχεσαι κλαμένος και δαρμένος;»
«Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω.
Μήτε η καρδιά μου το κρατά να σου τ’ ομολογήσω.
Τον δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι».
cd
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά πέφτει
λιποθυμάει.
Σταμνιά νερό την περιχούν, τρία κανάτια μόσχο.
Τέσσερα τα ροδόσταμνα, ώσπου να συνεφέρει.
Όταν συνήλθε η Παναγιά τούτο τον λόγο λέει:
«Φωνάξτε την Μαρία, Μαριάμ και του Λαζάρου τη μάνα.
Και του Ιακώβου την αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα».
Παίρνουν την στράτα, το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τους έβγαλε στ’ ατσίγγανου την πόρτα.
Σταμνιά νερό την περιχούν, τρία κανάτια μόσχο.
Τέσσερα τα ροδόσταμνα, ώσπου να συνεφέρει.
Όταν συνήλθε η Παναγιά τούτο τον λόγο λέει:
«Φωνάξτε την Μαρία, Μαριάμ και του Λαζάρου τη μάνα.
Και του Ιακώβου την αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα».
Παίρνουν την στράτα, το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τους έβγαλε στ’ ατσίγγανου την πόρτα.
cd
Ώρα καλή ατσίγγανε, εσύ και τα παιδιά
σου.
Εσύ και τα παιδάκια σου και όλη η φαμελιά σου».
«Και δεν μου λες ατσίγγανε και τι είναι αυτά που φτιάχνεις;»
«Καρφιά μου παραγγείλανε οι φίλοι μου, οι Εβραίοι.
Αυτοί μου τα ΄παν τέσσερα μα εγώ τα κάνω πέντε».
«Και δε μου λες ατσίγγανε και πού θα του τα βάλουν;»
«Τα δυο με δυο στα χέρια του, τα δυο με δυο στα πόδια.
Το πέμπτο το φαρμακερό μέσα στα φυλλοκάρδια.
Να τρέξει αίμα και νερό, να μαραθεί η καρδιά του».
Εσύ και τα παιδάκια σου και όλη η φαμελιά σου».
«Και δεν μου λες ατσίγγανε και τι είναι αυτά που φτιάχνεις;»
«Καρφιά μου παραγγείλανε οι φίλοι μου, οι Εβραίοι.
Αυτοί μου τα ΄παν τέσσερα μα εγώ τα κάνω πέντε».
«Και δε μου λες ατσίγγανε και πού θα του τα βάλουν;»
«Τα δυο με δυο στα χέρια του, τα δυο με δυο στα πόδια.
Το πέμπτο το φαρμακερό μέσα στα φυλλοκάρδια.
Να τρέξει αίμα και νερό, να μαραθεί η καρδιά του».
cd
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά
πέφτει, λιποθυμάει.
Σταμνιά νερό την περιχούν, τρία κανάτια μόσχο.
Τέσσερα τα ροδόσταμνα, ώσπου να συνεφέρει.
Όταν συνήλθε η Παναγιά τούτο τον λόγο λέει:
«Το αίμα να'ναι Κοινωνιά και το νερό Αγιάσμα.
Άντε και συ ατσίγγανε ψωμί να μη χορτάσεις.
Και εις την πλάτη σου, πουκάμισο μη βάνεις».
«Άντε να πάμε να τον βρούμε, να μη μας τον σταυρώσουν.
Να μη του βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσουν».
Σταμνιά νερό την περιχούν, τρία κανάτια μόσχο.
Τέσσερα τα ροδόσταμνα, ώσπου να συνεφέρει.
Όταν συνήλθε η Παναγιά τούτο τον λόγο λέει:
«Το αίμα να'ναι Κοινωνιά και το νερό Αγιάσμα.
Άντε και συ ατσίγγανε ψωμί να μη χορτάσεις.
Και εις την πλάτη σου, πουκάμισο μη βάνεις».
«Άντε να πάμε να τον βρούμε, να μη μας τον σταυρώσουν.
Να μη του βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσουν».
cd
Παίρνουν την στράτα, το στρατί, στρατί
το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τους έβγαλε εις του ληστή την πόρτα.
Βλέπουν την πόρτα σφαλιστή, σφιχτά μανταλωμένη.
«Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου».
Κι η πόρτα από τον φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Θωρεί ζερβά, θωρεί δεξιά κανέναν δεν γνωρίζει.
Τον Άγιο Γιάννη γνώρισε, τον Βαφτιστή του γιού της.
«Άγιε μου Γιάννη, Πρόδρομε και Βαφτιστή του γιού μου.
Ποιος είναι εμέ ο γιόκας μου και εσέ ο δάσκαλός σου.»
«Βλέπεις εκείνον στο Σταυρό τον Παραπονεμένο;
Όπου φορεί στην κεφαλή τ’ αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου κι εμέ ο δάσκαλός μου».
Το μονοπάτι τους έβγαλε εις του ληστή την πόρτα.
Βλέπουν την πόρτα σφαλιστή, σφιχτά μανταλωμένη.
«Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου».
Κι η πόρτα από τον φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Θωρεί ζερβά, θωρεί δεξιά κανέναν δεν γνωρίζει.
Τον Άγιο Γιάννη γνώρισε, τον Βαφτιστή του γιού της.
«Άγιε μου Γιάννη, Πρόδρομε και Βαφτιστή του γιού μου.
Ποιος είναι εμέ ο γιόκας μου και εσέ ο δάσκαλός σου.»
«Βλέπεις εκείνον στο Σταυρό τον Παραπονεμένο;
Όπου φορεί στην κεφαλή τ’ αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου κι εμέ ο δάσκαλός μου».
cd
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά πέφτει,
λιποθυμάει.
Σταμνιά νερά την περιχούν, τρία κανάτια μόσχο.
Τέσσερα τα ροδόσταμνα, ώσπου να συνεφέρει.
Όταν συνήλθε η Παναγιά τούτο τον λόγο λέει:
«Φέρτε σκοινί να κρεμαστώ, ν’ αδικοθανατήσω.
Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ, ν’ αδικοθανατήσω.
Φέρτε μου αργυροψάλιδο να κόψω τα μαλλιά μου».
«Άντε μάνα στο σπίτι μας και διάφορο δεν έχεις.
Βάλε φακή στον τεντζερέ κι αφράτο παξιμάδι.
Φώναξε τις γειτόνισσες παρηγοριά να κάνεις.
Και το Μεγάλο Σάββατο χαρές μεγάλες θα'χεις».
Σταμνιά νερά την περιχούν, τρία κανάτια μόσχο.
Τέσσερα τα ροδόσταμνα, ώσπου να συνεφέρει.
Όταν συνήλθε η Παναγιά τούτο τον λόγο λέει:
«Φέρτε σκοινί να κρεμαστώ, ν’ αδικοθανατήσω.
Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ, ν’ αδικοθανατήσω.
Φέρτε μου αργυροψάλιδο να κόψω τα μαλλιά μου».
«Άντε μάνα στο σπίτι μας και διάφορο δεν έχεις.
Βάλε φακή στον τεντζερέ κι αφράτο παξιμάδι.
Φώναξε τις γειτόνισσες παρηγοριά να κάνεις.
Και το Μεγάλο Σάββατο χαρές μεγάλες θα'χεις».
cd
Παίρνουν την στράτα, το στρατί, στρατί
το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τους έβγαλε στο σπίτι, το δικό της.
Τότε περνά η Αγιά Καλιώ κάτω απ’ τα παραθύρια.
Κάθεται για ν’ αφουγκρασθεί και τούτο τον λόγο λέει:
«Ποιος είδε γιόκα στο Σταυρό και μάνα στο τραπέζι».
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά πέφτει, λιποθυμάει.
Σταμνιά νερό την περιχούν, τρία κανάτια μόσχο.
Τέσσερα τα ροδόσταμνα, ώσπου να συνεφέρει.
Όταν συνήλθε η Παναγιά τούτο τον λόγο λέει:
«Άντε κι εσύ μωρή Καλλιώ και διάφορο δεν έχεις.
Και στου Χριστού την Εκκλησιά πόδι να μη πατήσεις.
Και στην Αγία Τράπεζα να μη σε λειτουργήσουν».
Πηγή:Το μονοπάτι τους έβγαλε στο σπίτι, το δικό της.
Τότε περνά η Αγιά Καλιώ κάτω απ’ τα παραθύρια.
Κάθεται για ν’ αφουγκρασθεί και τούτο τον λόγο λέει:
«Ποιος είδε γιόκα στο Σταυρό και μάνα στο τραπέζι».
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά πέφτει, λιποθυμάει.
Σταμνιά νερό την περιχούν, τρία κανάτια μόσχο.
Τέσσερα τα ροδόσταμνα, ώσπου να συνεφέρει.
Όταν συνήλθε η Παναγιά τούτο τον λόγο λέει:
«Άντε κι εσύ μωρή Καλλιώ και διάφορο δεν έχεις.
Και στου Χριστού την Εκκλησιά πόδι να μη πατήσεις.
Και στην Αγία Τράπεζα να μη σε λειτουργήσουν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου