Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019
Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019
Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι...
Κυριακή 24 Μαρτίου 2019
Γλωσσάρι των προγόνων μας από το Κόλντερε (Αρχείο Δημήτρη Λιακάκου)
| Λέξη | Ορισμός | Συνώνυμο |
| αβάρετος | ο χωρίς ανάπαυση, δραστήριος, εργατικός | |
| αγιασμόκουπα | μικρή κούπα από άσπρη πορσελάνη που χρησιμοποιούσαν κάθε πρωτομηνιά στον αγιασμό των σπιτιών | |
| αλασόν(ι) | φυτό εκχύλισμα του οποίου χρησιμοποιούσαν στην απόσταξη για τσίπουρο. | |
| αλισβερίσι | δοσοληψία | |
| αλουσά (η) | διάλυμα στάχτης για το πλύσιμο χάλκινων σκευών | |
| αμελέτ ταμπουρού | τάγματα εργασίας | |
| αμπελοζούμι | χυμός από κλαδιά αμπέλου που μάζευαν στο κλάδεμα κι έπαιρναν ως καταπραϋντικό για το στομάχι | |
| απολοιφάδ(ι) | υπόλοιπο σαπουνιού, για το ξύρισμα. | |
| αράδα (η) | σειρά, γραμμή | |
| αραμάδα (η) | χαραμάδα, σχισμή, ρωγμή | |
| αραφάν (το) | τροχάδην βηματισμός αλόγου | |
| αριάν(ι) | γιαούρτι αραιωμένο σε κρύο νερό | |
| αστράχα | γωνία σκεπής, ακροκέραμο | |
| άσωτος | .................... | |
| αφορμίζω | ερεθίζομαι (για πληγές ή τραύματα) | |
| αχύρα | .................... | |
| βαγόνι | τελάρο ξήρανσης αρμαθών καπνού, λιάστρα | |
| βαρ(υ)κός | τόπος υγρός, εύφορος | |
| βαράκ(ι) | πολύ λεπτό μεταλλικό έλασμα (χρυσό ή ασημένιο) που κολλούσαν,διακοσμητικά στα κρέατα και στα φρούτα | λιάστρα |
| βαρειοκουβέντα | βρισιά, προσβολή | |
| βαρούμενη (η) | έγκυος | |
| βελοσιπέτ(ι) | ποδήλατο, γ. vélocipède | |
| βέντρα | ..................... | |
| βεράνι (το) | ερείπιο | |
| βέργα (η) | λεπτό κλαδί, αρμάθα καπνού | |
| βερεσέ | επί πιστώσει | |
| βίτσα (η) | λεπτή βέργα | |
| βολά (η) | φορά | |
| γανιάζω | διψάω πολύ, λαχταράω | |
| γεμενιά (τα) | υποδήματα αντρικά από κατσικόδερμα | |
| γερανίκι (το) | η βεγγέρα, νυχτερινή επίσκεψη | |
| γιαβουκλής-ού | αγαπητικός, μνηστήρας | |
| γιαγίν(ι) | ξύλινο κυλινδρικό δοχείο για το "χτύπημα" του γάλακτος για να βγεί το βούτυρο | |
| γιαλαμάς | εξάνθημα, έρπης στα χείλη |
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)

