Βρείτε τα ονόματα των προσφύγων προγόνων σας, τους τόπους καταγωγής στη Μικρά Ασία και τους τόπους εγκατάστασης στην Ελλάδα επιλέγοντας τον παρακάτω σύνδεσμο:
Λεπτομέρειες στο δημοσίευμα της Καθημερινής:
Εκείνοι έφυγαν, η πατρίδα τους όμως υπάρχει ακόμα
Βρείτε τα ονόματα των προσφύγων προγόνων σας, τους τόπους καταγωγής στη Μικρά Ασία και τους τόπους εγκατάστασης στην Ελλάδα επιλέγοντας τον παρακάτω σύνδεσμο:
Λεπτομέρειες στο δημοσίευμα της Καθημερινής:
Πρόσφυγες πρώτης γενιάς από το Κόλντερε της Μαγνησίας (κοντά στη Σμύρνη), παιδιά τότε, υπερήλικες το 1999, αφηγούνται σε τρία συνεχόμενα βίντεο ό,τι θυμούνταν από το χωριό τους και από τον ξεριζωμό του 1922. Τα βίντεο γυρίστηκαν στο Ανατολικό της Πτολεμαΐδας το 1999.
Η ανάρτηση αφιερώνεται στη μνήμη τους!
Υποσμηναγός Κων. Π. Τασσόπουλος |
Λέξη | Ορισμός | Συνώνυμο |
αβάρετος | ο χωρίς ανάπαυση, δραστήριος, εργατικός | |
αγιασμόκουπα | μικρή κούπα από άσπρη πορσελάνη που χρησιμοποιούσαν κάθε πρωτομηνιά στον αγιασμό των σπιτιών | |
αλασόν(ι) | φυτό εκχύλισμα του οποίου χρησιμοποιούσαν στην απόσταξη για τσίπουρο. | |
αλισβερίσι | δοσοληψία | |
αλουσά (η) | διάλυμα στάχτης για το πλύσιμο χάλκινων σκευών | |
αμελέτ ταμπουρού | τάγματα εργασίας | |
αμπελοζούμι | χυμός από κλαδιά αμπέλου που μάζευαν στο κλάδεμα κι έπαιρναν ως καταπραϋντικό για το στομάχι | |
απολοιφάδ(ι) | υπόλοιπο σαπουνιού, για το ξύρισμα. | |
αράδα (η) | σειρά, γραμμή | |
αραμάδα (η) | χαραμάδα, σχισμή, ρωγμή | |
αραφάν (το) | τροχάδην βηματισμός αλόγου | |
αριάν(ι) | γιαούρτι αραιωμένο σε κρύο νερό | |
αστράχα | γωνία σκεπής, ακροκέραμο | |
άσωτος | .................... | |
αφορμίζω | ερεθίζομαι (για πληγές ή τραύματα) | |
αχύρα | .................... | |
βαγόνι | τελάρο ξήρανσης αρμαθών καπνού, λιάστρα | |
βαρ(υ)κός | τόπος υγρός, εύφορος | |
βαράκ(ι) | πολύ λεπτό μεταλλικό έλασμα (χρυσό ή ασημένιο) που κολλούσαν,διακοσμητικά στα κρέατα και στα φρούτα | λιάστρα |
βαρειοκουβέντα | βρισιά, προσβολή | |
βαρούμενη (η) | έγκυος | |
βελοσιπέτ(ι) | ποδήλατο, γ. vélocipède | |
βέντρα | ..................... | |
βεράνι (το) | ερείπιο | |
βέργα (η) | λεπτό κλαδί, αρμάθα καπνού | |
βερεσέ | επί πιστώσει | |
βίτσα (η) | λεπτή βέργα | |
βολά (η) | φορά | |
γανιάζω | διψάω πολύ, λαχταράω | |
γεμενιά (τα) | υποδήματα αντρικά από κατσικόδερμα | |
γερανίκι (το) | η βεγγέρα, νυχτερινή επίσκεψη | |
γιαβουκλής-ού | αγαπητικός, μνηστήρας | |
γιαγίν(ι) | ξύλινο κυλινδρικό δοχείο για το "χτύπημα" του γάλακτος για να βγεί το βούτυρο | |
γιαλαμάς | εξάνθημα, έρπης στα χείλη | |
γιαμπάς (ο) | εργαλείο λυχνίσματος στον αλωνισμό | |
γιάχμα (το) | λεηλασία, αρπαγή, άνιση μοιρασιά | |
γινάτ(ι) | πείσμα, ξεροκεφαλιά | |
γιουλάρ(ι) | χαλινάρι | |
γκαζόλαμπα | λάμπα πετρελαίου | |
γκέμια (τα) | ηνία, χαλινά | |
γκερδέλ(ι) | χάλκινο μικρό δοχείο | |
γκερένι | .................................. | |
γκιιντίζω | ερυθροπυρώνω σίδερο | |
γκιόλ(ι) το | βάλτος, μικρή λίμνη | |
γκιόσα, (η) | ................................... | |
γκιουβαλίκια | βούρλα (τα χρησιμοποιούσαν στα "τσαρδάκια¨) | |
γκιούρμπα | ................................... | |
γκρας (ο) | πυροβόλο όπλο του προηγούμενου αιώνα (πλ, "οι γκράδες")- εμπροσθογεμές | |
γκρουτζανάω | γρατζουνίζω | |
γονάτιος | ψηλός κι αδύνατος (όπως το καλάμι που έχει "γόνατα" | |
γρεβάντα | γραβάτα, λαιμοδέτης | |
δαμάλ(ι) | αρσενικό μοσχάρι | |
δαρτός-ή | ραγδαίος, απότομος | |
δεντρογαλιά | γατόπαρδος ; | |
δημόσια (η) | γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη | |
δραπέτσ(ι) | πολύ ξυνό (λέγεται για άγουρα φρούτα) | |
δρυμόνι | χοντρό κόσκινο | |
δρυμόνι | .................................. | |
δώμα (το) | ο πάνω όροφος σπιτιού | |
έμπυο (το) | το πύον | |
ζάτ(ι) | χαλιναγώγηση, έλεγχος | |
ζατί - ζατίμ | έτσι κι αλλιώς | |
ζεμπλεμπέδια | .................................... | |
ζέρντελο (το) | βερύκοκκο (ζερντελιά : βερυκοκκιά) | |
ζεχίρ(ι) | πίσσα χλωρού καπνού | |
ζουλάπ(ι) | άγριο ζώο, τσακάλι (λέγεται για πολύ άτακτα και ανυπάκουα παιδιά) | |
θράκα (η) | κοκκινισμένα κάρβουνα, ξύλα | |
ίσκα (η) | τσακμακόπετρα | |
καβάκ(ι) | λεύκα | |
καβουρμάς (ο) | τσιγαριστά μικρά κομμάτια κρέας διατηρημένα σε λίπος | |
κακνής | ζαρωμένος, λεπτοκαμωμένος | |
καλαμπαλίκ(ι) | πολλά πράγματα ανακατεμένα, ετερόκλητα. | |
κάμα (η) | στιλέτο… | |
καμουτσίκ(ι) | μαστίγιο με λαβή και λεπτή λωρίδα από δέρμα ή άλλο υλικό | |
καμπάκης | φαλακρός | |
κανάτι | κύπελλο, παραθυρόφυλλο, παντζούρι | |
κάνταλος | μεταλλικός κρουνός | |
καντάρι | στατήρας, όργανο ζυγίσματος (μέχρι 44 ολάδες…) | |
καπάρο (το) | προκαταβολή, έναντι | |
καπαρώνω | κλείνω αγορά με προκαταβολή | |
Καραγκιόλ(ι) | μικρή λίμνη στο όρος Σίπυλο | |
Καραμπιμπέρ | Μαυροπίπερο, παρατσούκλι που έδωσαν στον Πλαστήρα οι Τούρκοι | |
καρίκ(ι) | αυλάκι, γραμμή καπνού, λαχανικών | |
καρσί | απέναντι, αντίκρυ (βλ.καρσιλαμάς, αντικρυστός | |
κάρτικος (ο) | πολύ ώριμος (για καρπούς και λαχανικά με σπόρους) | |
κάρτο (το) | τέταρτο, δεκαπεντάλεπτο | |
κασαβέτ(ι) | μεγάλη λύπη, καημός, μεράκι | |
κάτ(ι) | στρώση, φύλλο | |
κατημέρια | μεγάλες τηγανίτες με τυρί και αυγά | |
κατσαμάκι | ροδισμένο στο τηγάνι αλεύρι καλαμποκιού, με νερό και ζάχαρη | |
κατσιάζω | ζαρώνω, μένω ισχνός, δεν αναπτύσσομαι | |
κεντάω | τσιμπάω, προκαλώ | |
κεντί (το) | απομεσήμερο, γύρω στις τέσσερις. | |
κετσές (ο) | παχύ χαλί από μαλλί προβάτου, μονόχρωμο | |
κιούγκι | πήλινος υδροσωλήνας, αγωγός | |
κιούπι | πυθάρι (για τη φύλαξη τυριών, βουτύρου, λαδιού, τουρσιών κλπ | |
κίρντισμα | σπάσιμο, συγκομιδή φύλλων καπνού στο χωράφι | |
κλάδος | το κλάδεμα (δένδρων, αμπελιού) | |
κοινό (το) | Κοινοτικό κατάστημα, γραφείο | |
κολτζής | ..................................... | |
κομμάτ(ι) | λίγο, (κομματάκι=λιγουλάκι=ελάχιστα) | |
κονάκι | διοικητήριο, κτίριο αστυνομίας | |
κοντραμπατζής | ο λαθρέμπορας, κυρίως κομμένου καπνού | |
κορφολόημα | κλάδεμα, περιποίηση αμπελιού | |
κόσσα (η) | κοπτικό εργαλείο με μακριά λάμα, ελαφρά κυρτή και μακρύ ξύλο | |
κότσαλα (τα) | χοντρά στάχυα | |
κουϊντού (η) | προσήλιο, απάνεμο μέρος | |
κούλα | οικίσκος σε αγρόκτημα | |
κουλαντρίζω | χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, κατευθύνω, επηρεάζω | |
κουμάσ(ι) | κοτέτσι, ορνιθώνας (μτφ, άνθρωπος με πολλά ελαττώματα, προς αποφυγή. | |
κούπα (η) | κύπελλο, μεγάλο φλυτζάνι (υποκ. "κουπάκι") | |
κουσούρι | ελάττωμα, μειονέκτημα, σωματικό κυρίως | |
κουτούκ(ι) | κοντό και χοντρό κομμάτι κορμού δένδρου, σκαμνί | |
κουτουφέτσα | ................................... | |
κουτρούλιακας | πολύ γέρος, ανήμπορος | |
κούτρουλος | χωρίς στόμιο ή λαβή πήλινα αγγεία | |
κούτσα | δερματικό εξάνθημα… | |
κουτσάβλας | ο κουτσός, που χωλαίνει | |
κοφίνι | μεγάλο καλάθι από βέργες λυγαριάς για τη μεταφορά κυρίως χλωρών φύλλων καπνού | |
κραή (η) | πάχνη, πρωινός πάγος | |
κρεββατή | αργαλειός | |
κρούστες | χυλοπίττες | |
κωλογυρίζω | γυρίζω τις πλάτες, αγνοώ, περιφρονώ κάποιον | |
κωλοφωτιά | πυγολαμπίδα | |
λαγούμια | υπόγειοι κρυψώνες ειδών πρώτης ανάγκης και πολύτιμων αντικειμένων | |
λαιμαριές | ....................................... | |
λαλαγγίτες | τηγανίτες | |
λαντίνια | μελομακάρονα | |
λέπως | ......................................... | |
λόβα | ......................................... | |
λοκάνη | ......................................... | |
λόπια | φασόλια | |
μαγκούρα | διχαλωτό ή γαντζωτό κλαδί για το σήκωμα ενός "ντεστέ" | |
μακροσκοινιάζω | φλυαρώ, διηγούμαι με λεπτομέρειες | |
μαλάς (ο) | το μυστρί | |
μανέδα | ............................................ | |
μανίζω | διακόπτω σχέσεις, κόβω την καλημέρα | |
μάνι-μάνι | γρήγορα | |
μαξούλ(ι) | συγκομιδή, παραγωγή | |
μασσ(ι)ά | τσιμπίδα για σόμπα, τζάκι | |
μεταλλίκια | κέρματα, ψιλά | |
μηνάω | διαμηνύω, ειδοποιώ | |
μοιράς | αλάνα, ξέφωτο | |
μονοιάζω | συμφιλιώνομαι, αποκαθιστώ μια σχέση (από το "ομόνοια") | |
μπαγκανότα | χάρτινη τουρκική λίρα | |
μπάζα (η) | επωφελής, κερδοφόρος ενέργεια | |
μπαϊλντίζω | απαυδω, βαρυέμαι, πλήττω | |
μπακανιάρης | φιλάσθενος, αδύναμος, αρρωστιάρης | |
μπακανιάρης | ................................... | |
μπαρδάκα | σταμνί, παγούρι | |
μπαρδακάκι | σταμνάκι | |
μπαρέμ | τουλάχιστον, εν τέλει, δηλαδή | |
μπασάκ(ι) | μάζεμα πεσμένων σταχυών μετά το θερισμό | |
μπασκί (το) | σωρός αποξηραμένων αρμαθών καπνού που στοιβάζονται μετά από ψεκασμό για να μη τρίβονται, πριν δεματο | |
μπαταξής-ού | ο μη συνεπής στα χρέη του | |
μπατόζα | αλωνιστική μηχανή, γ. batteuse | |
μπέλι (το) | πατόφτυαρο για σκάλισμα αμπελιού, δένδρων | |
μπιζντριμές | πίτα | |
μπόλια (η) | 1.γυναικεία μαντίλα. 2. περιτόναιο σφαγμένων ζώων | |
μποξής | αγροφύλακας, συνήθως από άλλη φυλή, Τούρκος ή Αρμένης | |
μπούζ(ι) | πολύ κρύο | |
μπούκλα (η) | παγούρι ξύλινο | |
μπουνάρ() | πηγή σε κάμπο | |
μπουράτο (το) | εξάρτημα αλευρόμυλου, λεπτό κόσκινο | |
μπούρδα (η) | τσουβάλι, μεγάλο σακκί | |
μπουρτσάκια | μπιζέλια | |
νοκλάς (ο) | βέργα για το άνοιγμα λεπτών φύλλων για πίττες. | |
νοματαίοι | άτομα, πρόσωπα (από το "ονοματαίος") | |
νταγιαντάω | στηρίζομαι, ακουμπάω να στηριχθώ | |
νταλάκα | ..................................... | |
ντάμ(ι) | ο σταύλος | |
ντεμέκ | δηλαδή, τάχα (τουρκ. ) | |
ντεμίρ | σίδερο, χυτοσίδηρος | |
ντερνέκ(ι) | συντροφιά το απόγευμα, στην εξώπορτα | |
ντεστές (ο) | ποσότητα χόρτου ή σιτηρών ίση με ένα δεμάτι | |
ντουέν(ι) | δικράνι | |
ντουρμούκ(ι) | εργαλείο για το μάζεμα του τριφυλλιού | |
ντουσεμές | πλακόστρωτο (γ. doucement ;=σιγά,ήρεμα) | λοκάν(ι) |
ντρουέν(ι) | δικράνι | |
ντρουμούκ(ι) | τσουγκράνα για το μάζεμα των χόρτων | |
ξαρρωστικό | φαγώσιμο δυναμωτικό που πρόσφεραν επισκεπτόμενοι άρρωστο | |
ξεμπροστιάζω | ονειδίζω, αποδίδω ευθύνες κατά πρόσωπο, ανοιχτά | |
ξεπαστρεύω | εξοντώνω, σκοτώνω | |
ξίκης-ισσα | ............................................ | |
ορέκι | κοπάδι ελεύθερων εφεδρικών αλόγων, τα χρησιμοποιούσαν στον αλωνισμό πιάνοντάς τα με λάσσο | |
ουσούρια | φόρος της "δεκάτης" σε είδος από τη σοδειά που συγκεντρώνονταν και φυλάγονταν στο Κονάκι | |
ούτσαλντι | ........................................... | |
ούτσια (τα) | τα τελευταία φύλλα καπνού | |
πα(γ)αιμός | διάρροια, το συχνό πήγαιν΄έλα | |
παεντέρα (η) | καλλονή, όμορφη γυναίκα (ινδ. "μπαγιαντέρα") | |
παϊτόνι | άμαξα | |
παιχνίδια | τα μουσικά όργανα | |
παρασόλ(ι) | ομπρέλλα για τον ήλιο, αλεξήλιον,γ. Parasoleil | |
παστρικός-ιά | καθαρός | |
παχνί (το) | ταϊστρα ζώου σε σταύλο | |
περετεύω | υπηρετώ | |
πιλάλα (η) | τρέξιμο (ρ. πιλαλάω = τρέχω) | |
πισιμανεύω | μετανοιώνω, αλλάζω γνώμη | |
πισκίρ(ι) | πετσέτα κουζίνας | |
πιστρόφια | .......................................... | |
πολεμάω | προσπαθώ, παλεύω να… | |
πολιώρα (τα) | μόλις πριν από λίγη ώρα | |
πουλούτ(ι) | το άρορτρο | |
προσόψ(ι) | πετσέτα για το πρόσωπο | |
πυροστιά | μεταλλικό τρίποδο πάνω από τη φωτιά για να τοποθετούν πάνω του την κατσαρόλα | |
πυρώνομαι | ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι | |
ραμσίζης-α | ............................................. | |
ρέ(γ)ουλα (η) | ρυθμός, σειρά, τάξη, πρόγραμμα | |
ριγάλο | δώρο, προσφορά | |
ρίνω | ρίχνω, πετάω | |
σαγιάς (ο) | υπόστεγο | |
σακάτης | ανάπηρος | |
σάματ(ι) | μήπως, ίσως, σαν να… | |
σαμπάλα | πολύ νωρίς (από το "σαν μπάλα, σφαίρα" ;) | πουρνό |
σαρρής | ξανθός, κοκκινομάλης (για άλλογα) | |
σάρωμα | η σκούπα | |
σαφράνης | ......................................... | |
σβουνιά | κόπρανα μεγάλου ζώου | |
σέβαση (η) | σεβασμός, εκτίμηση | |
σελές | ψωμιέρα | |
σεργιάνι | περίπατος, βόλτα | |
σεργκί | απλωμένη σοδειά για ξήρανση (καπνού, σταφίδας, σήκων κλπ) | |
σερσερής | ελαφρόμυαλος | |
σεφέρ(ι) | δρομολόγιο, φορά | |
σήκωμα | εκφορά νεκρού | |
σημίτης (ο) | κουλούρι πασπαλισμένο με σουσάμι | |
σκατογένης | ο διάβολος | |
σκόλ(η) | αργία, γιορτή | |
σουβένια | ............................................ | |
σούδα | μικρό δρομάκι | |
σούδα | στενό δρομάκι | |
σουλαμάς (ο) | το ποτιστήρι | |
σουπουντή | ........................................... | |
σουργκούνης | παλιάνθρωπος, ανήθικος | |
σουρντάω | σέρνω, παρασύρω | |
σπαής | ο συλλέκτης των φόρων | |
στριφτάδες | ζυμαρικά | |
στριφτάρια | ............................................ | |
συνεργείο | αυτός που έχει πολλά ¨κουσούρια¨ | |
συχαρικιαραίοι | .............................................. | |
ταμάμ | ακριβώς | |
τζαχίλης -ισσα | άπειρος, αδέξιος | |
τηράω | κοιτάζω | |
της Γριάς το Ζωνάρι | το Ουράνιο Τόξο | |
τιτίζης-α | λεπτολόγος, προσεκτικός στη δουλειά του | |
τσαϊρια (τα) | ακαλλιέργητες εκτάσεις για βοσκή | |
τσαλιά | κλαδάκια από μεσέ(δες), αγριοβαλανιδιά | |
τσαρδάκ(ι) | πρόχειρο κιόσκι από κλαδιά | |
τσαρσί | αγορά, πλατεία (τουρκ. ) | |
τσατάλι (το) | διχαλωτό εργαλείο για το φόρτωμα των δεματιών | |
τσάτσα | .................................... | |
τσαφόλια | .................................... | |
τσιρπούλ(ι) | σπουργίτης, τσιροπούλι | |
τσίτα (η) | πλαϊνά παραπέτα, πλέγματα από καλάμια (ψάθα) ή λιγαριά για τα κάρα που μετέφεραν ψιλό άχυρο. | |
τσότρα (η) | ξύλινο παγούρι | |
φάμπρικα | εργοστάσιο, βιοτεχνία | |
φουσκή | ...................................... | |
φουσκωτή | πίττα φτιαγμένη στο τηγάνι και που τρώγεται με ζάχαρη ή μέλι | |
φτούνο (το) | εκείνο, αυτό, κάτι | |
φτουνώνω | κάνω κάτι, ασχολούμαι με κάτι γενικά | |
χαλιμάς | μυθομανής, παραμυθάς | |
χαρατζηλιά (η) | παραβίαση κανόνων παιχνιδιού, πονηριά | |
χαρατζηλιάρης -α | αυτός που δεν σέβεται τους κανόνες παιχνιδιού. | |
χαρμάνια (τα) | ποσότητα σιτηρών για αλωνισμό ίση με το φορτίο 50 αραμπάδων | |
χασίλ(ι) | .................................. | αυλαγάς |
χιουμπές | δισάκκι για φόρτωμα ζώων | |
χοτζαρές (ο) | ταμείο |
https://www.facebook.com/koldere.manisa/ |